συλλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] (s. [[λαγχάνω]]), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]], Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] (s. [[λαγχάνω]]), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]], Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συλλήξομαι, <i>ao.2</i> συνέλαχον, <i>etc.</i><br />se trouver en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαγχάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]], ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ [[μεσοβασιλεύς]], Πλουτ. Νουμ. 7.
|lstext='''συλλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]], ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ [[μεσοβασιλεύς]], Πλουτ. Νουμ. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συλλήξομαι, <i>ao.2</i> συνέλαχον, <i>etc.</i><br />se trouver en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαγχάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλαγχάνω Medium diacritics: συλλαγχάνω Low diacritics: συλλαγχάνω Capitals: ΣΥΛΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: syllanchánō Transliteration B: syllanchanō Transliteration C: syllagchano Beta Code: sullagxa/nw

English (LSJ)

to be joined by lot with, τινι Pl.Plt.266c, 266e, Ti.18e; ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς who was chosen by lot to be interrex at that time, Plu.Num.7.

German (Pape)

[Seite 975] (s. λαγχάνω), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.

French (Bailly abrégé)

f. συλλήξομαι, ao.2 συνέλαχον, etc.
se trouver en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, λαγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

συλλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ μεσοβασιλεύς, Πλουτ. Νουμ. 7.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α λαγχάνω
απονέμομαι με κλήρο μαζί με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συλλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συλλαγχάνω: (χᾰ) (fut. συλλήξομαι, aor. 2 συνείλαχον) совместно получать по жребию, т. е. получать одинаковый жребий, разделять участь (τοῖς ὁμοίοις Plat.): ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς Plut. как раз в это время избранный интеррексом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλ-λαγχάνω door het lot verbonden worden (met), met dat. met pred. nom. door het lot gekozen worden als:. ὁ μὲν ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεὺς Σπόριος Οὐέττιος de man die voor die paar uur door het lot tot tussenkoning was aangewezen, Spurius Vettius Plut. Num. 7.2.

Middle Liddell

fut. -λήξομαι perf. -είληχα
to be chosen by lot with others, Plut.