συνίσχω: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] (s. [[ἴσχω]]), = [[συνέχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1027.png Seite 1027]] (s. [[ἴσχω]]), = [[συνέχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[συνέχω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἴσχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνίσχω''': [[συνέχω]]· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α. | |lstext='''συνίσχω''': [[συνέχω]]· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, [[ὑποφέρω]], [[πάσχω]], τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:14, 2 October 2022
English (LSJ)
= συνέχω, retain, PTeb.746.10 (iii B.C.):—Pass., to be retained or detained, PGrenf.2.14.13 (iii B.C.); to be afficted, νοσήμασιν Pl.Grg.479a.
German (Pape)
[Seite 1027] (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.
French (Bailly abrégé)
c. συνέχω.
Étymologie: σύν, ἴσχω.
Greek (Liddell-Scott)
συνίσχω: συνέχω· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, ὑποφέρω, πάσχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. συνέχω
2. (το παθ.) συνίσχομαι
πάσχω, υποφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].
Greek Monotonic
συνίσχω: = συνέχω, Παθ., υποφέρω, πάσχω, καταθλίβομαι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συνίσχω: досл. держать в тисках, перен. теснить, мучить, терзать (τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνίσχω [συνέχω] vasthouden; pass.: νοσήμασιν συνισχόμενος door ziektes gekweld Plat. Grg. 479a.