ταναόδειρος: Difference between revisions
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] langhalsig, [[οἰωνός]], Ar. Av. 154. 1394. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] langhalsig, [[οἰωνός]], Ar. Av. 154. 1394. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[δειρή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τανᾰόδειρος''': -ον, ὁ μακρὰν δειρὴν ἔχων, «μακρολαίμης», οἰωνῶν... ταναοδείρων Ἀριστοφ. Ὄρν. 254, 1394, πρβλ. Κινησίαν 2. [ταν- βραχὺ φύσει, ἀλλὰ μυκήνεται ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις τοῦ Ἀριστοφ. ἐν δακτυλικοῖς στίχοις]. | |lstext='''τανᾰόδειρος''': -ον, ὁ μακρὰν δειρὴν ἔχων, «μακρολαίμης», οἰωνῶν... ταναοδείρων Ἀριστοφ. Ὄρν. 254, 1394, πρβλ. Κινησίαν 2. [ταν- βραχὺ φύσει, ἀλλὰ μυκήνεται ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις τοῦ Ἀριστοφ. ἐν δακτυλικοῖς στίχοις]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:39, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, long-necked, οἰωνοί Ar.Av.254,1394. [ταν- short by nature, but lengthd. in Ar. ll. cc. in dactylic verses.]
German (Pape)
[Seite 1066] langhalsig, οἰωνός, Ar. Av. 154. 1394.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au long cou.
Étymologie: ταναός, δειρή.
Greek (Liddell-Scott)
τανᾰόδειρος: -ον, ὁ μακρὰν δειρὴν ἔχων, «μακρολαίμης», οἰωνῶν... ταναοδείρων Ἀριστοφ. Ὄρν. 254, 1394, πρβλ. Κινησίαν 2. [ταν- βραχὺ φύσει, ἀλλὰ μυκήνεται ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις τοῦ Ἀριστοφ. ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταναός «επιμήκης» + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ-δειρος].
Greek Monotonic
τᾰναόδειρος: -ον (δείρη), αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνᾰόδειρος: (тж. τᾱ) с длинной шеей (οἰωνός Arph.).
Middle Liddell
τᾰναό-δειρος, ον, [δείρη]
long-necked, Ar.