τίλμα: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1114.png Seite 1114]] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1114.png Seite 1114]] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />poil épilé.<br />'''Étymologie:''' [[τίλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τίλμα''': τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = [[τίλσις]], μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.
|lstext='''τίλμα''': τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = [[τίλσις]], μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />poil épilé.<br />'''Étymologie:''' [[τίλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλμα Medium diacritics: τίλμα Low diacritics: τίλμα Capitals: ΤΙΛΜΑ
Transliteration A: tílma Transliteration B: tilma Transliteration C: tilma Beta Code: ti/lma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything pulled or shredded, lint, Hp.Decent.8, Heraclid.Tarent. ap. Gal.12.957. II anything that can be pulled or plucked, Plu.2.48b. III = τίλσις, Herod.2.69 (pl.). IV in later Medic. language, τίλματα sprains, Gal.18(1).682.

German (Pape)

[Seite 1114] τό, das Gerupfte, bes. zerrupfte Leinwand, Charpie, Sp. – Bei den Aerzten auch die Zuckungen der Muskeln, die früher σπάσματα hießen.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil épilé.
Étymologie: τίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

τίλμα: τό, πᾶν ὅ,τι ἀπετίλθη ἢ ἀπεσπάσθη, μοτόν, ξαντόν, Ἱππ. 24. 15, Γαλην. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ ἀποσπασθῇ ἢ μαδηθῇ, Πλούτ. 2. 48Β. ΙΙΙ. = τίλσις, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ. IV. παρὰ μεταγεν. ἰατρ. τίλματα = σπάσματα. Γαλην., κλπ.· ἴδε Foës. Oec.

Greek Monolingual

το, ΝΑ τίλλω
μοτός, ξαντό
νεοελλ.
στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών
αρχ.
1. τίλση
2. καθετί που μπορεί να αποσπαστεί ή να μαδηθεί
3. στον πληθ. τὰ τίλματα- ιατρ. διαστρέμματα.

Russian (Dvoretsky)

τίλμα: ατος τό τίλλω клок: τίλματα τίλλειν Plut. рвать в клочья.