ταυρόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] von Stiergestalt; [[ὄμμα]] πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] von Stiergestalt; [[ὄμμα]] πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à forme de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[μορφή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρόμορφος''': -ον, ὁ ἐσχηματισμένος ὡς [[ταῦρος]], ἔχων μορφὴν ταύρου, [[ὄμμα]] Κηφισσοῦ Εὐρ. Ἴων. 1261, πρβλ. Ἀθήν. 476Λ.
|lstext='''ταυρόμορφος''': -ον, ὁ ἐσχηματισμένος ὡς [[ταῦρος]], ἔχων μορφὴν ταύρου, [[ὄμμα]] Κηφισσοῦ Εὐρ. Ἴων. 1261, πρβλ. Ἀθήν. 476Λ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à forme de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[μορφή]].
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 09:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόμορφος Medium diacritics: ταυρόμορφος Low diacritics: ταυρόμορφος Capitals: ΤΑΥΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: taurómorphos Transliteration B: tauromorphos Transliteration C: tavromorfos Beta Code: tauro/morfos

English (LSJ)

ον, bull-formed, ὄμμα Κηφισοῦ E.Ion1261, cf. Ph.2.160, Ath.11.476a; κάνθαρος τ. PMag.Par.1.65.

German (Pape)

[Seite 1074] von Stiergestalt; ὄμμα πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à forme de taureau.
Étymologie: ταῦρος, μορφή.

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόμορφος: -ον, ὁ ἐσχηματισμένος ὡς ταῦρος, ἔχων μορφὴν ταύρου, ὄμμα Κηφισσοῦ Εὐρ. Ἴων. 1261, πρβλ. Ἀθήν. 476Λ.

Spanish

tauriforme, que tiene forma de toro

Greek Monolingual

-η, -ο / ταυρόμορφος, -ον, ΝΑ, και ταυρεόμορφος, -ον, Α
αυτός που έχει μορφή ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].

Greek Monotonic

ταυρόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει μορφή ταύρου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόμορφος: быкообразный (ὄμμοι Κηφισοῦ Eur.).

Middle Liddell

ταυρό-μορφος, ον, μορφή
bull-formed, Eur.