χειρόκμητος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1345.png Seite 1345]] von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1345.png Seite 1345]] von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />travaillé de main d'homme.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[κάμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρόκμητος''': -ον, εἰργασμένος, πεποιημένος διὰ χειρός, [[χειροποίητος]], παραδείγματα Τίμ. Λοκρ. 94Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 4, 11, Μετεωρ. 4. 3, 20, Στράβ. 59, 116· χ. τὰ φρεατιαῖα ὕδατα, ἐπὶ φρεάτων καὶ δεξαμενῶν τεχνητῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
|lstext='''χειρόκμητος''': -ον, εἰργασμένος, πεποιημένος διὰ χειρός, [[χειροποίητος]], παραδείγματα Τίμ. Λοκρ. 94Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 4, 11, Μετεωρ. 4. 3, 20, Στράβ. 59, 116· χ. τὰ φρεατιαῖα ὕδατα, ἐπὶ φρεάτων καὶ δεξαμενῶν τεχνητῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />travaillé de main d'homme.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[κάμνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόκμητος Medium diacritics: χειρόκμητος Low diacritics: χειρόκμητος Capitals: ΧΕΙΡΟΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: cheirókmētos Transliteration B: cheirokmētos Transliteration C: cheirokmitos Beta Code: xeiro/kmhtos

English (LSJ)

ον, wrought by hand, παραδείγματα Ti.Locr.94e, cf. Arist.Cael.287b16, Mete.381a30; οἰκήματα Str.2.5.10; χ. ὕδατα, = φρεατιαῖα, of artificial reservoirs, Arist.Mete. 353b25; χ. θεός Heraclit.Ep.4.2; neut. pl. as title of work by [Democr.], Fr.300 (variously corrupted).

German (Pape)

[Seite 1345] von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
travaillé de main d'homme.
Étymologie: χείρ, κάμνω.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόκμητος: -ον, εἰργασμένος, πεποιημένος διὰ χειρός, χειροποίητος, παραδείγματα Τίμ. Λοκρ. 94Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 4, 11, Μετεωρ. 4. 3, 20, Στράβ. 59, 116· χ. τὰ φρεατιαῖα ὕδατα, ἐπὶ φρεάτων καὶ δεξαμενῶν τεχνητῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χειρόκματος, -ον, Α
χειροποίητος, φτειαγμένος με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. ἀνδρό-κμητος].

Russian (Dvoretsky)

χειρόκμητος: сделанный или устроенный руками (человека) (παραδείγματα Plat.; πηγαῖα ὕδατα Arst.).