ἀκηρυκτεί: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)khruktei/ | |Beta Code=a)khruktei/ | ||
|Definition=and ἀκηρ-υκτί, Adv. [[without flag of truce]], ἐπιμείγνυσθαι <span class="bibl">Th. 2.1</span>; πολεμεῖν <span class="bibl">D.C.50.7</span>. | |Definition=and ἀκηρ-υκτί, Adv. [[without flag of truce]], ἐπιμείγνυσθαι <span class="bibl">Th. 2.1</span>; πολεμεῖν <span class="bibl">D.C.50.7</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />sans héraut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκήρυκτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκηρυκτεί''': καὶ -τί, ἐπίρρ., ἡ [[ἄνευ]] κήρυκος ἐν πολέμῳ [[ἐπιμιξία]], Θουκ. 2.1, ἀλλ’ ἐν Δίων. Κ. 50.7, [[ἄνευ]] παραδοχῆς κήρυκος, πρβλ. ἑπόμ. | |lstext='''ἀκηρυκτεί''': καὶ -τί, ἐπίρρ., ἡ [[ἄνευ]] κήρυκος ἐν πολέμῳ [[ἐπιμιξία]], Θουκ. 2.1, ἀλλ’ ἐν Δίων. Κ. 50.7, [[ἄνευ]] παραδοχῆς κήρυκος, πρβλ. ἑπόμ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 2 October 2022
English (LSJ)
and ἀκηρ-υκτί, Adv. without flag of truce, ἐπιμείγνυσθαι Th. 2.1; πολεμεῖν D.C.50.7.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans héraut.
Étymologie: ἀκήρυκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηρυκτεί: καὶ -τί, ἐπίρρ., ἡ ἄνευ κήρυκος ἐν πολέμῳ ἐπιμιξία, Θουκ. 2.1, ἀλλ’ ἐν Δίων. Κ. 50.7, ἄνευ παραδοχῆς κήρυκος, πρβλ. ἑπόμ.
Greek Monolingual
ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ επίρρ. (Α) ἀκήρυκτος
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων, χωρίς επίσημη προαγγελία, ακήρυκτα.
Greek Monotonic
ἀκηρυκτεί: και -τί, επίρρ., χωρίς την ανάγκη της σημαίας της ανακωχής, απροκήρυκτα, χωρίς κήρυκα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηρυκτεί: или ἀκηρυκτί adv. без глашатая (ἐπιμίγνυσθαι παρ᾽ ἀλλήλους Thuc.).