ἀνυγραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M.
}}
{{bailly
|btext=humecter, <i>fig.</i> amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὑγραίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυγραίνω''': [[ὑγραίνω]], μαλακώνω, Ἱππ. 560, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 6, 1: μεταφ., ποιῶ τι μαλακώτερον, ἠπιώτερον, τῷ οἴνῳ μαλάσσων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων Πλούτ. 2. 156D: - Παθ. [[αὐτόθι]] 566Α.
|lstext='''ἀνυγραίνω''': [[ὑγραίνω]], μαλακώνω, Ἱππ. 560, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 6, 1: μεταφ., ποιῶ τι μαλακώτερον, ἠπιώτερον, τῷ οἴνῳ μαλάσσων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων Πλούτ. 2. 156D: - Παθ. [[αὐτόθι]] 566Α.
}}
{{bailly
|btext=humecter, <i>fig.</i> amollir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὑγραίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυγραίνω Medium diacritics: ἀνυγραίνω Low diacritics: ανυγραίνω Capitals: ΑΝΥΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: anygraínō Transliteration B: anygrainō Transliteration C: anygraino Beta Code: a)nugrai/nw

English (LSJ)

A moisten, Hp.Int.51, Thphr.CP2.6.1. 2 metaph., melt, soften, τὰ ἤθη Plu.2.156d:—Pass., ib.566a.

Spanish (DGE)

1 humedecer τὸ συμπεπηγὸς ἐκ τῶν ἄρθρων Hp.Int.51, τὸ σύμφυτον θερμόν Thphr.CP 2.6.1
en v. med. humedecerse ἱλαραὶ μὲν τῶν ὀμμάτων αἱ βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc.Am.3.
2 ablandar τὰ ἤθη Plu.2.156d
en v. pas. τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Plu.2.566a.

German (Pape)

[Seite 265] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M.

French (Bailly abrégé)

humecter, fig. amollir.
Étymologie: ἀνά, ὑγραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυγραίνω: ὑγραίνω, μαλακώνω, Ἱππ. 560, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 6, 1: μεταφ., ποιῶ τι μαλακώτερον, ἠπιώτερον, τῷ οἴνῳ μαλάσσων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων Πλούτ. 2. 156D: - Παθ. αὐτόθι 566Α.

Greek Monolingual

ἀνυγραίνω (Α)
1. υγραίνω
2. καθιστώ κάτι ηπιότερο, μαλακότερο.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυγραίνω:
1) увлажнять, смачивать (τῶν ὀμμάτων αἱ βολαὶ ἀνυγραίνοντο Luc.);
2) размягчать (sc. χαλκόν Plut.);
3) перен. смягчать, укрощать (τὰ ἤθη Plut.).