ἐμπληκτικός: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0814.png Seite 814]] ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα θέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0814.png Seite 814]] ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα θέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> facile à effrayer;<br /><b>2</b> stupide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπληκτικός''': -ή, -όν, μαινόμενος, τὸν ἐμπληκτικώτατον Πλουτ. Σύλλ. 34· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν: «ἵσ. γρ. ἐμπληκτότατον· ὁ γὰρ [[ἔμπληκτος]] [[μᾶλλον]] ἐν χρήσει ἢ ὁ [[ἐμπληκτικός]], ὅτε σημαίνει τὸν μαινόμενον»· ὁ ἐκπλησσόμενος, ὁ [[μωρός]], περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ θεατῶν, ὁ αὐτ. 2. 748D.
|lstext='''ἐμπληκτικός''': -ή, -όν, μαινόμενος, τὸν ἐμπληκτικώτατον Πλουτ. Σύλλ. 34· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν: «ἵσ. γρ. ἐμπληκτότατον· ὁ γὰρ [[ἔμπληκτος]] [[μᾶλλον]] ἐν χρήσει ἢ ὁ [[ἐμπληκτικός]], ὅτε σημαίνει τὸν μαινόμενον»· ὁ ἐκπλησσόμενος, ὁ [[μωρός]], περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ θεατῶν, ὁ αὐτ. 2. 748D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> facile à effrayer;<br /><b>2</b> stupide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:44, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπληκτικός Medium diacritics: ἐμπληκτικός Low diacritics: εμπληκτικός Capitals: ΕΜΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emplēktikós Transliteration B: emplēktikos Transliteration C: empliktikos Beta Code: e)mplhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἐμπλήσσω) stupid, θέατρα Plu.2.748d (sed leg. ἐμπλήκτων):—in Id.Sull.34 f.l. for ἐμπληκτότατον. Adv. -κῶς Apollon.Lex. s.v. ἐμπλήγδην.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 caprichoso, voluble de una mujer, Hsch.s.u. ἐμπλήγδην.
2 adv. -ῶς caprichosamente Apollon.Lex.67.28.

German (Pape)

[Seite 814] ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα θέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 facile à effrayer;
2 stupide.
Étymologie: ἐμπλήσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληκτικός: -ή, -όν, μαινόμενος, τὸν ἐμπληκτικώτατον Πλουτ. Σύλλ. 34· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν: «ἵσ. γρ. ἐμπληκτότατον· ὁ γὰρ ἔμπληκτος μᾶλλον ἐν χρήσει ἢ ὁ ἐμπληκτικός, ὅτε σημαίνει τὸν μαινόμενον»· ὁ ἐκπλησσόμενος, ὁ μωρός, περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ θεατῶν, ὁ αὐτ. 2. 748D.

Greek Monolingual

ἐμπληκτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκπλήσσεται εύκολα, ανόητος.

Greek Monotonic

ἐμπληκτικός: -ή, -όν (ἐμπλήσσω), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπληκτικός: тупоумный, глупый Plut.

Middle Liddell

ἐμπληκτικός, ή, όν adj ἐμπλήσσω
easily scared, Plut.