ἐνναετής: Difference between revisions
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0846.png Seite 846]] ές, neunjährig, Theocr. 26, 29; ἐννά ετες, adv., neun Jahre lang, Hes. Th. 801. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0846.png Seite 846]] ές, neunjährig, Theocr. 26, 29; ἐννά ετες, adv., neun Jahre lang, Hes. Th. 801. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἐνναέτης]]¹. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνναετής''': -ές, ὁ ἔχων ἡλικίαν [[ἐννέα]] ἑτῶν, Θεόκρ. 26, 29: - οὐδ. ἐννάετες, ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ [[ἐννέα]] ἔτη, Ἡσ. Θ. 801: - θηλ. ἐνναέτις καὶ Ἰων. εἰν-, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 643· πρβλ. [[εἰναετής]]. | |lstext='''ἐνναετής''': -ές, ὁ ἔχων ἡλικίαν [[ἐννέα]] ἑτῶν, Θεόκρ. 26, 29: - οὐδ. ἐννάετες, ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ [[ἐννέα]] ἔτη, Ἡσ. Θ. 801: - θηλ. ἐνναέτις καὶ Ἰων. εἰν-, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 643· πρβλ. [[εἰναετής]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 15:00, 2 October 2022
German (Pape)
[Seite 846] ές, neunjährig, Theocr. 26, 29; ἐννά ετες, adv., neun Jahre lang, Hes. Th. 801.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἐνναέτης¹.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνναετής: -ές, ὁ ἔχων ἡλικίαν ἐννέα ἑτῶν, Θεόκρ. 26, 29: - οὐδ. ἐννάετες, ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ ἐννέα ἔτη, Ἡσ. Θ. 801: - θηλ. ἐνναέτις καὶ Ἰων. εἰν-, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 643· πρβλ. εἰναετής.
Greek Monolingual
(I)
ἐνναέτης, -ες (θηλ. ἐνναέτις, ιων. τ. εἰναέτις) (Α)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών
2. (επικ. ουδ. ως επίρρ.) ἐννάετες
επί εννέα χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ενFα- (βλ. εννέα) + -ετης < έτος].
(II)
ἐνναέτης, ο (θηλ. ἐνναέτις) (Α) ενναίω
ένοικος, εγκάτοικος.
Middle Liddell
ἐννα-ετής, ές ἔτος
nine years old, Theocr.:—neut. ἐννάετες, as adv. for nine years, Hes.:—fem. ἐνναέτις