ἐοικότως: Difference between revisions
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0892.png Seite 892]] s. [[εἰκότως]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0892.png Seite 892]] s. [[εἰκότως]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att.</i> [[εἰκότως]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> semblablement à, τινι;<br /><b>2</b> vraisemblablement ; naturellement, comme on peut le penser ; [[οὐκ]] [[εἰκότως]] THC sans raison.<br />'''Étymologie:''' [[ἔοικα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐοικότως''': Ἀττ. [[εἰκότως]], Ἰων. [[οἰκότως]], Ἐπίρρ. τῆς μετοχ. ἐοικώς, ὁμοίως, [[ἀναλόγως]], ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας [[εἰκότως]] ἐμῇ, ὡμίλησας κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν ἀπουσίαν μου, δηλ. ἐν ἐκτάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 915. 2) [[εἰκότως]], δικαίως, ὀρθῶς, φυσικῶς, [[πρεπόντως]], Ἡρόδ. 2. 25, Αἰσχύλ. Ἱκ. 403· οὐκ [[εἰκότως]] Θουκ. 1. 37· συχν. τίθεται μετ’ ἐμφάσεως ἐν τέλει προτάσεως, ὁ αὐτὸς 1. 77., 2. 93. Ἰσοκρ. 12D, κλ. | |lstext='''ἐοικότως''': Ἀττ. [[εἰκότως]], Ἰων. [[οἰκότως]], Ἐπίρρ. τῆς μετοχ. ἐοικώς, ὁμοίως, [[ἀναλόγως]], ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας [[εἰκότως]] ἐμῇ, ὡμίλησας κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν ἀπουσίαν μου, δηλ. ἐν ἐκτάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 915. 2) [[εἰκότως]], δικαίως, ὀρθῶς, φυσικῶς, [[πρεπόντως]], Ἡρόδ. 2. 25, Αἰσχύλ. Ἱκ. 403· οὐκ [[εἰκότως]] Θουκ. 1. 37· συχν. τίθεται μετ’ ἐμφάσεως ἐν τέλει προτάσεως, ὁ αὐτὸς 1. 77., 2. 93. Ἰσοκρ. 12D, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:05, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. εἰκότως, Ion. οἰκότως, Adv. of part. ἐοικώς,
A similarly, like, τινί A.Ag.915.
2 reasonably, fairly, naturally, as was to be expected, Hdt.2.25, A.Supp.403 (lyr.); οὐκ ἐοικότως = unfairly, Th.1.37; freq. emphat. at the close of a sentence or clause, ib.77,2.93, Isoc. 1.48, etc.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
att. εἰκότως;
adv.
1 semblablement à, τινι;
2 vraisemblablement ; naturellement, comme on peut le penser ; οὐκ εἰκότως THC sans raison.
Étymologie: ἔοικα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐοικότως: Ἀττ. εἰκότως, Ἰων. οἰκότως, Ἐπίρρ. τῆς μετοχ. ἐοικώς, ὁμοίως, ἀναλόγως, ἀπουσίᾳ μὲν εἶπας εἰκότως ἐμῇ, ὡμίλησας κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴν ἀπουσίαν μου, δηλ. ἐν ἐκτάσει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 915. 2) εἰκότως, δικαίως, ὀρθῶς, φυσικῶς, πρεπόντως, Ἡρόδ. 2. 25, Αἰσχύλ. Ἱκ. 403· οὐκ εἰκότως Θουκ. 1. 37· συχν. τίθεται μετ’ ἐμφάσεως ἐν τέλει προτάσεως, ὁ αὐτὸς 1. 77., 2. 93. Ἰσοκρ. 12D, κλ.
Greek Monotonic
ἐοικότως: Αττ. εἰκότως, Ιων. οἰκότως,
1. επίρρ. της μτχ. ἐοικώς, ομοίως, αναλόγως, σε Αισχύλ.
2. λογικά, δικαίως, φυσικά, φυσιολογικά, σε Ηρόδ.· οὐκεἰκότως, αδίκως, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐοικότως: атт. εἰκότως, ион. οἰκότως
1) подобно, соответственно (τινί Aesch.);
2) естественно, как и следовало (следует) ожидать Her., Aesch.: οὐκ ἐ. Thuc. несправедливо.
Middle Liddell
[Adv. of part. ἐοικώς,]
1. similarly, like, Aesch.
2. reasonably, fairly, naturally, Hdt.; οὐκ εἰκότως unfairly, Thuc.