ἱπποκρατέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] (dem Feinde) an Reitern überlegen sein, durch Reiterei siegen; Thuc. 6, 71 im pass.; Pol. 3, 66, 2 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] (dem Feinde) an Reitern überlegen sein, durch Reiterei siegen; Thuc. 6, 71 im pass.; Pol. 3, 66, 2 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />l'emporter par sa cavalerie ; <i>Pass.</i> être inférieur par sa cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κρατέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱπποκρᾰτέω''': [[ὑπερισχύω]] διὰ τοῦ ἱππικοῦ, νικῶ, καὶ [[τρόπαιον]] εἱστήκει καὶ ἱπποκράτουν Δημ. 387. 13, Πολύβ. 3. 66, 2˙ - Παθ., εἶμαι ὑποδεέστερος κατὰ τὸ ἱππικόν, [[ὅπως]] μὴ παντάπασιν ἱπποκρατῶνται Θουκ. 6, 71˙ εἶμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἱππικῆς δυνάμεως, ἀλλ’ ἱπποκρατεῖται μὲν ἄπαντα καὶ τὴν χώραν ἔχουσι νῦν οἱ πολέμιοι Συνέσ. 265, [[ἔνθα]] διάφ. γρ. ἱπποκροτεῖται.
|lstext='''ἱπποκρᾰτέω''': [[ὑπερισχύω]] διὰ τοῦ ἱππικοῦ, νικῶ, καὶ [[τρόπαιον]] εἱστήκει καὶ ἱπποκράτουν Δημ. 387. 13, Πολύβ. 3. 66, 2˙ - Παθ., εἶμαι ὑποδεέστερος κατὰ τὸ ἱππικόν, [[ὅπως]] μὴ παντάπασιν ἱπποκρατῶνται Θουκ. 6, 71˙ εἶμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἱππικῆς δυνάμεως, ἀλλ’ ἱπποκρατεῖται μὲν ἄπαντα καὶ τὴν χώραν ἔχουσι νῦν οἱ πολέμιοι Συνέσ. 265, [[ἔνθα]] διάφ. γρ. ἱπποκροτεῖται.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />l'emporter par sa cavalerie ; <i>Pass.</i> être inférieur par sa cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κρατέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:31, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκρᾰτέω Medium diacritics: ἱπποκρατέω Low diacritics: ιπποκρατέω Capitals: ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: hippokratéō Transliteration B: hippokrateō Transliteration C: ippokrateo Beta Code: i(ppokrate/w

English (LSJ)

to be superior in horse, D.19.148, Plb.3.66.2, Onos.31.1:—Pass., to be in ferior in horse, Th.6.71.

German (Pape)

[Seite 1260] (dem Feinde) an Reitern überlegen sein, durch Reiterei siegen; Thuc. 6, 71 im pass.; Pol. 3, 66, 2 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
l'emporter par sa cavalerie ; Pass. être inférieur par sa cavalerie.
Étymologie: ἵππος, κρατέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκρᾰτέω: ὑπερισχύω διὰ τοῦ ἱππικοῦ, νικῶ, καὶ τρόπαιον εἱστήκει καὶ ἱπποκράτουν Δημ. 387. 13, Πολύβ. 3. 66, 2˙ - Παθ., εἶμαι ὑποδεέστερος κατὰ τὸ ἱππικόν, ὅπως μὴ παντάπασιν ἱπποκρατῶνται Θουκ. 6, 71˙ εἶμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἱππικῆς δυνάμεως, ἀλλ’ ἱπποκρατεῖται μὲν ἄπαντα καὶ τὴν χώραν ἔχουσι νῦν οἱ πολέμιοι Συνέσ. 265, ἔνθα διάφ. γρ. ἱπποκροτεῖται.

Greek Monotonic

ἱπποκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, υπερισχύω στο ιππικό, νικώ, σε Δημ. — Παθ., είμαι υποδεέστερος στο ιππικό, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκρᾰτέω: превосходить конницей, быть сильнее по части конницы (ὑπεναντίοι ἱπποκρατοῦντες Polyb.; πολεμίων ἱπποκρατούντων Plut.); pass. уступать в коннице: ὅπως μὴ ἱπποκρατῶνται Thuc. (афиняне не решались продолжать войну с сиракузцами), чтобы не потерпеть поражение в конном сражении.

Middle Liddell

ἱππο-κρᾰτέω, fut. -ήσω
to be superior in horse, Dem.:— Pass. to be inferior in horse, Thuc.