ὀρνίθειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0383.png Seite 383]] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />d'oiseau ; <i>particul.</i> de poule, de poulet ; de volaille <i>en gén.</i> : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνίθειος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. [[οἰκίσκος]], [[κλωβίον]] πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου [[κρέας]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, [[μέρος]] ἢ [[τόπος]] συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη [[κεφαλή]], [[δέον]] νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.].
|lstext='''ὀρνίθειος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. [[οἰκίσκος]], [[κλωβίον]] πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου [[κρέας]], ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, [[μέρος]] ἢ [[τόπος]] συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη [[κεφαλή]], [[δέον]] νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.].
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />d'oiseau ; <i>particul.</i> de poule, de poulet ; de volaille <i>en gén.</i> : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑ́θειος Medium diacritics: ὀρνίθειος Low diacritics: ορνίθειος Capitals: ΟΡΝΙΘΕΙΟΣ
Transliteration A: ornítheios Transliteration B: ornitheios Transliteration C: ornitheios Beta Code: o)rni/qeios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον, Ar.Av.865 :—
A of a bird or belonging to a bird, οἰκίσκος bird-cage, Id.Fr.405; κρέα ὀρνίθειον = fowl's flesh, chicken, Id.Ra.510,Nu.339, X.An.4.5.31, Arist.EN1141b20: abs., ὀρνίθεια, τά, Ar.Av.1590, Pherecr.45; ὀρνίθειος ζωμός = chicken soup, Hegesand.15; ᾠὰ ὀρνίθεα = hen's eggs, PCair.Zen.266 (iii B. C.).
II sg. ὀρνιθεῖον, τό, haunt of birds, Phryn.PSp.94 B. [In Arat.274 ὀρνιθέης (trisyll.) κεφαλῆς.]

German (Pape)

[Seite 383] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
d'oiseau ; particul. de poule, de poulet ; de volaille en gén. : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.
Étymologie: ὄρνις.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνίθειος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. οἰκίσκος, κλωβίον πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου κρέας, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, μέροςτόπος συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη κεφαλή, δέον νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.].

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀρνίθειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος) ὄρνις, -ιθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια
το κρέας πτηνού.

Greek Monotonic

ὀρνίθειος: -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, ὀρνίθεια (ενν. κρέα), κρέας πουλιού, πουλερικό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνίθειος: 3, реже 2 (νῑ) птичий (κρέα Arph., Xen.; οἰκίσκος Arph.).