ὑπέρπαχυς: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />excessivement gras.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρπᾰχυς''': υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[παχύς]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ [[σκάφη]])» Δίων Κ. 49. 1. | |lstext='''ὑπέρπᾰχυς''': υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[παχύς]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ [[σκάφη]])» Δίων Κ. 49. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:17, 2 October 2022
English (LSJ)
υ, exceedingly fat, Hp.Aër.15, Plu.Cat.Ma.9; very thick, πλῆθος ὑ., of πτισάνη, Hp.Acut.11; of ships, with very thick timbers, D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, v.l. -πάχυτες.)
German (Pape)
[Seite 1200] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εως;
excessivement gras.
Étymologie: ὑπέρ, παχύς.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπᾰχυς: υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν παχύς, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ σκάφη)» Δίων Κ. 49. 1.
Greek Monolingual
-εία, -υ / ὑπέρπαχυς, -εῖα, -υ, ΝΜΑ παχύς
υπερβολικά παχύς, τετράπαχος
μσν.-αρχ.
(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπᾰχυς: υ adj. необыкновенно тучный Plut.