ὑπολίζων: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες [[ἦσαν]] Il. 18, 519, als die Götter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες [[ἦσαν]] Il. 18, 519, als die Götter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />un peu moindre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὀλίγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπολίζων''': -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι». | |lstext='''ὑπολίζων''': -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:19, 2 October 2022
English (LSJ)
v. ὀλίγος VI. 1.
German (Pape)
[Seite 1224] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες ἦσαν Il. 18, 519, als die Götter.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
un peu moindre.
Étymologie: ὑπό, ὀλίγος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολίζων: -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».
English (Autenrieth)
ονος (comp. from ὀλίγος): somewhat smaller, on a smaller scale, Il. 18.519†. Also written as two words.
Greek Monolingual
-όλιζον, Α
(επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες
μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. του ὀλίγος.
Greek Monotonic
ὑπολίζων: -ον, κάπως λιγότερος ή μικρότερος σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολίζων: 2, gen. ονος несколько меньший, чуть пониже ростом (λαοί Hom.).