κατακερτομέω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />accabler d'injures.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κερτομέω]].
|btext=-ῶ :<br />accabler d'injures.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κερτομέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατακερτομέω''': διὰ κακολογιῶν [[πειράζω]] τινά, [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], [[ὀνειδίζω]] ἰσχυρῶς, μετὰ σφοδρότητος, κατέχαιρε καὶ κατεκερτόμει Ἡρόδ. 1. 129· τινα ὁ αὐτ. 2.135· τινος Πολύαιν. 1. 34, 1· κατακερτομούμενον πρὸς τῶν ἀντιπάλων ὁ αὐτ. 1041.
|elnltext=κατα-κερτομέω bespotten.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακερτομέω:''' [[бранить]], [[оскорблять]] (τινα Her.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακερτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χλευάζω]] έντονα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατακερτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χλευάζω]] έντονα, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατακερτομέω:''' [[бранить]], [[оскорблять]] (τινα Her.).
|lstext='''κατακερτομέω''': διὰ κακολογιῶν [[πειράζω]] τινά, [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], [[ὀνειδίζω]] ἰσχυρῶς, μετὰ σφοδρότητος, κατέχαιρε καὶ κατεκερτόμει Ἡρόδ. 1. 129· τινα ὁ αὐτ. 2.135· τινος Πολύαιν. 1. 34, 1· κατακερτομούμενον πρὸς τῶν ἀντιπάλων ὁ αὐτ. 1041.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κερτομέω bespotten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[rail]] [[violently]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[rail]] [[violently]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακερτομέω Medium diacritics: κατακερτομέω Low diacritics: κατακερτομέω Capitals: ΚΑΤΑΚΕΡΤΟΜΕΩ
Transliteration A: katakertoméō Transliteration B: katakertomeō Transliteration C: katakertomeo Beta Code: katakertome/w

English (LSJ)

rail violently, Hdt.1.129; τινα at a person, Id.2.135, Ph.2.440; τινος Nic.Dam.3 J., Polyaen.1.34.2, Longus 2.20.

German (Pape)

[Seite 1352] schelten, verspotten; καὶ καταχαίρω Her. 1, 129; πολλὰ κατεκερτόμησέ νιν 2, 135; Sp., auch τινός, wie Polyaen. 1, 34, 1; Long. 2, 20; καὶ ἐπιχλευάζειν τινί Philo.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accabler d'injures.
Étymologie: κατά, κερτομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κερτομέω bespotten.

Russian (Dvoretsky)

κατακερτομέω: бранить, оскорблять (τινα Her.).

Greek Monotonic

κατακερτομέω: μέλ. -ήσω, χλευάζω έντονα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακερτομέω: διὰ κακολογιῶν πειράζω τινά, χλευάζω, σκώπτω, ὀνειδίζω ἰσχυρῶς, μετὰ σφοδρότητος, κατέχαιρε καὶ κατεκερτόμει Ἡρόδ. 1. 129· τινα ὁ αὐτ. 2.135· τινος Πολύαιν. 1. 34, 1· κατακερτομούμενον πρὸς τῶν ἀντιπάλων ὁ αὐτ. 1041.

Middle Liddell

fut. ήσω
to rail violently, Hdt.