καλλίπωλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />aux beaux poulains.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[πῶλος]].
|btext=ος, ον :<br />aux beaux poulains.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[πῶλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καλλίπωλος''': -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.
|elnltext=καλλίπωλος -ον [καλός, πῶλος] met mooie veulens.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίπωλος:''' [[славящийся красивыми жеребцами]] ([[ἕδρα]], sc. [[Ὀρχομενός]] Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''καλλίπωλος:''' -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.
|lsmtext='''καλλίπωλος:''' -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλίπωλος:''' [[славящийся красивыми жеребцами]] ([[ἕδρα]], sc. [[Ὀρχομενός]] Pind.).
|lstext='''καλλίπωλος''': -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίπωλος -ον [καλός, πῶλος] met mooie veulens.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καλλί-πωλος, ον<br />with [[beautiful]] steeds, Pind.
|mdlsjtxt=καλλί-πωλος, ον<br />with [[beautiful]] steeds, Pind.
}}
}}

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπωλος Medium diacritics: καλλίπωλος Low diacritics: καλλίπωλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΩΛΟΣ
Transliteration A: kallípōlos Transliteration B: kallipōlos Transliteration C: kallipolos Beta Code: kalli/pwlos

English (LSJ)

ον, with beautiful steeds, Pi.O.14.1.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux beaux poulains.
Étymologie: καλός, πῶλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπωλος -ον [καλός, πῶλος] met mooie veulens.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπωλος: славящийся красивыми жеребцами (ἕδρα, sc. Ὀρχομενός Pind.).

English (Slater)

καλλῐπωλος, -ον with fine horses ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες Orchomenos (O. 14.2)

Greek Monolingual

καλλίπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό-πωλος, ταχύ-πωλος].

Greek Monotonic

καλλίπωλος: -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπωλος: -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.

Middle Liddell

καλλί-πωλος, ον
with beautiful steeds, Pind.