κεκραγμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κέκραγμα]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[κέκραγμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κεκραγμός -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεκραγμός:''' ὁ Eur., Plut. = [[κέκραγμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κεκραγμός:''' ὁ, = το προηγ., σε Ευρ. | |lsmtext='''κεκραγμός:''' ὁ, = το προηγ., σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κεκραγμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ι. Α. 1357, Πλούτ. 2. 654F· «κεκραγμὸς Ἀττικοί, κραυγὴ Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 226· καὶ Φρύνιχ. σ. 337 «παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν, ἐρεῖ τις ἀμαθῶς [[κραυγασμός]]». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κεκραγμός]], οῦ, = [[κέκραγμα]], Eur.] | |mdlsjtxt=[[κεκραγμός]], οῦ, = [[κέκραγμα]], Eur.] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, = κέκραγμα (scream, cry), E. IA 1357, Plu. 2.654f (pl.).
German (Pape)
[Seite 1413] ὁ, dasselbe; Eur. I. A. 1357; Plut. Symp. 3, 6, 4 M.; nach Moeris attisch für κραυγή.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. κέκραγμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεκραγμός -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw.
Russian (Dvoretsky)
κεκραγμός: ὁ Eur., Plut. = κέκραγμα.
Greek Monolingual
κεκραγμός, ὁ (Α)
το κέκραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγα) + κατάλ. -μός].
Greek Monotonic
κεκραγμός: ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κεκραγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ι. Α. 1357, Πλούτ. 2. 654F· «κεκραγμὸς Ἀττικοί, κραυγὴ Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 226· καὶ Φρύνιχ. σ. 337 «παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν, ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός».