κοσμητήρ: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui arrange, dispose <i>ou</i> dirige.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui arrange, dispose <i>ou</i> dirige.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] aanvoerder. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοσμητήρ:''' ῆρος ὁ Plut. = [[κοσμητής]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''κοσμητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν., σε Πλούτ. | |lsmtext='''κοσμητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. [[παρά]] Αισχίν., σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κοσμητήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ [[κοσμητής]], Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κοσμητήρ]], ῆρος, = [[κοσμητής]], Epigr. ap. Aeschin., Plut.] | |mdlsjtxt=[[κοσμητήρ]], ῆρος, = [[κοσμητής]], Epigr. ap. Aeschin., Plut.] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A = κοσμητής, Epigr. ap. Aeschin.3.185. II at Itanos, title of eponymous magistrate, SIG463.15 (iii B. C.), Supp.Epigr.2.512.22.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui arrange, dispose ou dirige.
Étymologie: κοσμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσμητήρ -ῆρος, ὁ [κοσμητής] aanvoerder.
Russian (Dvoretsky)
κοσμητήρ: ῆρος ὁ Plut. = κοσμητής.
Greek Monolingual
κοσμητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) κοσμώ
1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός
2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα
3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» — τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο.
Greek Monotonic
κοσμητήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Επιγρ. παρά Αισχίν., σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ κοσμητής, Ἐπίγραμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 22, Πλουτ. Κίμ. 7.