κυαμευτός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ή, όν :<br />désigné <i>ou</i> décidé par le sort au moyen de fèves.<br />'''Étymologie:''' [[κυαμεύω]].
|btext=ή, όν :<br />désigné <i>ou</i> décidé par le sort au moyen de fèves.<br />'''Étymologie:''' [[κυαμεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κυᾰμευτός''': -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ· κ. [[ψηφοφορία]], [[ψηφοφορία]] διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε.
|elnltext=κυαμευτός -ή -όν [κυαμεύω: met bonen loten] door het lot aangewezen.
}}
{{elru
|elrutext='''κυᾰμευτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[избранный с помощью бобов]] ([[κυβερνήτης]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[осуществляемый посредством бобов]] ([[ψηφοφορία]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κυᾰμευτός:''' -ή, -όν, διαλεγμένος από σπόρους, δηλ. με κλήρο, σε Ξεν.
|lsmtext='''κυᾰμευτός:''' -ή, -όν, διαλεγμένος από σπόρους, δηλ. με κλήρο, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυᾰμευτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[избранный с помощью бобов]] ([[κυβερνήτης]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[осуществляемый посредством бобов]] ([[ψηφοφορία]] Plut.).
|lstext='''κυᾰμευτός''': -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ· κ. [[ψηφοφορία]], [[ψηφοφορία]] διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=κυαμευτός -ή -όν [κυαμεύω: met bonen loten] door het lot aangewezen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰμευτός, ή, όν<br />[[chosen]] by beans, i. e. by lot, Xen.
|mdlsjtxt=κυᾰμευτός, ή, όν<br />[[chosen]] by beans, i. e. by lot, Xen.
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμευτός Medium diacritics: κυαμευτός Low diacritics: κυαμευτός Capitals: ΚΥΑΜΕΥΤΟΣ
Transliteration A: kyameutós Transliteration B: kyameutos Transliteration C: kyameftos Beta Code: kuameuto/s

English (LSJ)

ή, όν, chosen by beans, i.e. by lot, X.Mem.1.2.9, etc.; κ. ψηφοφορίαι voting by beans, Plu.2.12e.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
désigné ou décidé par le sort au moyen de fèves.
Étymologie: κυαμεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυαμευτός -ή -όν [κυαμεύω: met bonen loten] door het lot aangewezen.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰμευτός:
1) избранный с помощью бобов (κυβερνήτης Xen.);
2) осуществляемый посредством бобов (ψηφοφορία Plut.).

Greek Monolingual

κυαμευτός, -η, -όν (Α) κυαμεύω
1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.)
2. (για ψηφοφορία) αυτή που γίνεται με κυάμους, με κουκιά («κυαμευταὶ γὰρ ἦσαν ἔμπροσθεν αἱ ψηφοφορίαι, δι' ὧνπερ ἐπετίθεσαν τὰς ἀρχάς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κυᾰμευτός: -ή, -όν, διαλεγμένος από σπόρους, δηλ. με κλήρο, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμευτός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ· κ. ψηφοφορία, ψηφοφορία διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε.

Middle Liddell

κυᾰμευτός, ή, όν
chosen by beans, i. e. by lot, Xen.