ποταμηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />comme un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], -δον.
|btext=<i>adv.</i><br />comme un fleuve.<br />'''Étymologie:''' [[ποταμός]], -δον.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποτᾰμηδόν''': Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.
|elnltext=ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμηδόν:''' adv. подобно реке ([[οἶνος]] [[ἔρρει]] π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ [[γάλακτος]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποτᾱμηδόν:''' (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.
|lsmtext='''ποτᾱμηδόν:''' (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποτᾰμηδόν:''' adv. подобно реке ([[οἶνος]] [[ἔρρει]] π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ [[γάλακτος]] Luc.).
|lstext='''ποτᾰμηδόν''': Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποταμός]]<br />adv. like a [[river]], Luc.
|mdlsjtxt=[[ποταμός]]<br />adv. like a [[river]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμηδόν Medium diacritics: ποταμηδόν Low diacritics: ποταμηδόν Capitals: ΠΟΤΑΜΗΔΟΝ
Transliteration A: potamēdón Transliteration B: potamēdon Transliteration C: potamidon Beta Code: potamhdo/n

English (LSJ)

Adv. like a river, Luc.Sat.7, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 688] adv., stromweis, Luc. Saturn. 7; VLL.

French (Bailly abrégé)

adv.
comme un fleuve.
Étymologie: ποταμός, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμηδόν [ποταμός] adv., zoals een rivier.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμηδόν: adv. подобно реке (οἶνος ἔρρει π. καὶ πηγαὶ μέλιτος καὶ γάλακτος Luc.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. σαν ποτάμι, άφθονα σαν τα νερά του ποταμού (α. «νερά δεν βλέπω, χύνονται ποταμηδόν τριγύρω μου» Κάλβ.
β. «πηγαὶ ποταμηδὸν ἐκρέουσαι», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

ποτᾱμηδόν: (ποτᾱμός), επίρρ., ομοίως με ποταμό, κατά την ροή του ποταμού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηδόν: Ἐπίρρ, δίκην ποταμοῦ, Λουκ. Κρον. 7, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Νούσ. 2, 13.

Middle Liddell

ποταμός
adv. like a river, Luc.