πολύθρηνος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui se lamente beaucoup, plaintif ; <i>en parl. d'un chant</i> très plaintif.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρῆνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui se lamente beaucoup, plaintif ; <i>en parl. d'un chant</i> très plaintif.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θρῆνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύθρηνος''': -ον, ὁ πολὺ θρηνῶν, αἰὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 714· [[ὕμνος]] [[αὐτόθι]] 711· π. Ἀλκυὼν Λουκ. Ἀλκ. 1· π. ὑάκινθος Νικ. Θηρ. 902.
|elnltext=πολύθρηνος -ον [πολύς, θρῆνος] rijk aan weeklachten, jammerlijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύθρηνος:''' [[весьма жалобный]], [[горестный]], [[скорбный]] ([[ὕμνος]] Aesch.; Ἀλκυών Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύθρηνος:''' -ον, εξαιρετικά [[θρηνητικός]], κλαψιάρικος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολύθρηνος:''' -ον, εξαιρετικά [[θρηνητικός]], κλαψιάρικος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύθρηνος:''' [[весьма жалобный]], [[горестный]], [[скорбный]] ([[ὕμνος]] Aesch.; Ἀλκυών Luc.).
|lstext='''πολύθρηνος''': -ον, ὁ πολὺ θρηνῶν, αἰὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 714· [[ὕμνος]] [[αὐτόθι]] 711· π. Ἀλκυὼν Λουκ. Ἀλκ. 1· π. ὑάκινθος Νικ. Θηρ. 902.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύθρηνος -ον [πολύς, θρῆνος] rijk aan weeklachten, jammerlijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θρηνος, ον,<br />[[much]]-[[wailing]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-θρηνος, ον,<br />[[much]]-[[wailing]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθρηνος Medium diacritics: πολύθρηνος Low diacritics: πολύθρηνος Capitals: ΠΟΛΥΘΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polýthrēnos Transliteration B: polythrēnos Transliteration C: polythrinos Beta Code: polu/qrhnos

English (LSJ)

ον, A much-wailing, αἰών A.Ag.714 (lyr.); ὕμνος ib.711 (lyr.); π. Ἀλκυών Luc.Halc.1; π. ὑάκινθος Nic.Th.902. II much-lamented, παιδίον Him.Or.23.20 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 663] von od. mit vielen Thränen, thränenreich; ὕμνος, Aesch. Ag. 694; αἰών, 696; καὶ πολύδακρυς, Luc. Halc. 1; Nic. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se lamente beaucoup, plaintif ; en parl. d'un chant très plaintif.
Étymologie: πολύς, θρῆνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύθρηνος -ον [πολύς, θρῆνος] rijk aan weeklachten, jammerlijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύθρηνος: весьма жалобный, горестный, скорбный (ὕμνος Aesch.; Ἀλκυών Luc.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς θρήνους, από πολλά δάκρυα («πολύθρηνον αἰῶν», Αισχύλ.)
2. πολυθρήνητος («πολυθρηνότερον παιδίον», Ιμέρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θρῆνος (πρβλ. αξιό-θρηνος)].

Greek Monotonic

πολύθρηνος: -ον, εξαιρετικά θρηνητικός, κλαψιάρικος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθρηνος: -ον, ὁ πολὺ θρηνῶν, αἰὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 714· ὕμνος αὐτόθι 711· π. Ἀλκυὼν Λουκ. Ἀλκ. 1· π. ὑάκινθος Νικ. Θηρ. 902.

Middle Liddell

πολύ-θρηνος, ον,
much-wailing, Aesch.