πρόστροπος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]].
|btext=ος, ον :<br />suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προστρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόστροπος''': -ον, ([[προστρέπω]]) ὁ [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι· [[ὅθεν]] ὡς τὸ [[προστρόπαιος]], [[ἱκέτης]], τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. [[προστρόπαιος]].
|elnltext=πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόστροπος:''' Soph. = [[προστρόπαιος]] I.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόστροπος:''' -ον ([[προστρέπω]]), όπως το [[προστρόπαιος]], [[ικέτης]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.
|lsmtext='''πρόστροπος:''' -ον ([[προστρέπω]]), όπως το [[προστρόπαιος]], [[ικέτης]], <i>τινος</i>, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόστροπος:''' Soph. = [[προστρόπαιος]] I.
|lstext='''πρόστροπος''': -ον, ([[προστρέπω]]) ὁ [[ἐστραμμένος]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι· [[ὅθεν]] ὡς τὸ [[προστρόπαιος]], [[ἱκέτης]], τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. [[προστρόπαιος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρόστροπος]], ον, [[προστρέπω]]<br />like [[προστρόπαιος]], a [[suppliant]], τινος Soph.; absol., Soph.
|mdlsjtxt=[[πρόστροπος]], ον, [[προστρέπω]]<br />like [[προστρόπαιος]], a [[suppliant]], τινος Soph.; absol., Soph.
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστροπος Medium diacritics: πρόστροπος Low diacritics: πρόστροπος Capitals: ΠΡΟΣΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: próstropos Transliteration B: prostropos Transliteration C: prostropos Beta Code: pro/stropos

English (LSJ)

ὁ,= A προστρόπαιος 1.1, suppliant, τινος S.Ph.773: abs., Id.OT41. II accursed, Phot. s.v. προστρόπαιος.

German (Pape)

[Seite 784] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie προστρόπαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
suppliant : τινος SOPH qui supplie qqn.
Étymologie: προστρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόστροπος -ον [~ προστρόπαιος] smekend; Soph. OT 41; subst. smekeling. Soph. Ph. 773.

Russian (Dvoretsky)

πρόστροπος: Soph. = προστρόπαιος I.

Greek Monolingual

ὁ, Α προστρέπω
1. ο προστρόπαιος
2. (κατά τον Φώτ.) «κατηραμένος».

Greek Monotonic

πρόστροπος: -ον (προστρέπω), όπως το προστρόπαιος, ικέτης, τινος, σε Σοφ.· απόλ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστροπος: -ον, (προστρέπω) ὁ ἐστραμμένος πρός τινα ἢ πρός τι· ὅθεν ὡς τὸ προστρόπαιος, ἱκέτης, τινος Σοφ. Φιλ. 773· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 41. ΙΙ. κατηραμένος, Φώτ. ἔν λ. προστρόπαιος.

Middle Liddell

πρόστροπος, ον, προστρέπω
like προστρόπαιος, a suppliant, τινος Soph.; absol., Soph.