σεμνότιμος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />vénérable.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνός]], [[τιμή]].
|btext=ος, ον :<br />vénérable.<br />'''Étymologie:''' [[σεμνός]], [[τιμή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σεμνότῑμος''': -ον, [[σεβάσμιος]], διὰ σεβασμοῦ τιμώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 358, Εὐμ. 833.
|elnltext=σεμνότῑμος -ον [σεμνός, τιμή] hooggeëerd.
}}
{{elru
|elrutext='''σεμνότῑμος:''' [[глубоко почитаемый]] ([[ἀνάκτωρ]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σεμνότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σεμνότῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σεμνότῑμος:''' [[глубоко почитаемый]] ([[ἀνάκτωρ]] Aesch.).
|lstext='''σεμνότῑμος''': -ον, [[σεβάσμιος]], διὰ σεβασμοῦ τιμώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 358, Εὐμ. 833.
}}
{{elnl
|elnltext=σεμνότῑμος -ον [σεμνός, τιμή] hooggeëerd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σεμνό-τῑμος, ον, [[τιμή]]<br />reverenced with awe, Aesch.
|mdlsjtxt=σεμνό-τῑμος, ον, [[τιμή]]<br />reverenced with awe, Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνότῑμος Medium diacritics: σεμνότιμος Low diacritics: σεμνότιμος Capitals: ΣΕΜΝΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: semnótimos Transliteration B: semnotimos Transliteration C: semnotimos Beta Code: semno/timos

English (LSJ)

ον, reverenced with awe, A.Ch.356 (lyr.), Eu. 833.

German (Pape)

[Seite 872] ehrwürdig, Aesch. ἀνάκτωρ, Ch. 352, vgl. Eum. 797.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vénérable.
Étymologie: σεμνός, τιμή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεμνότῑμος -ον [σεμνός, τιμή] hooggeëerd.

Russian (Dvoretsky)

σεμνότῑμος: глубоко почитаемый (ἀνάκτωρ Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τιμάται με σεβασμό («ἐμπρέπων σεμνότιμος ἀνάκτωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό-τιμος].

Greek Monotonic

σεμνότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνότῑμος: -ον, σεβάσμιος, διὰ σεβασμοῦ τιμώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 358, Εὐμ. 833.

Middle Liddell

σεμνό-τῑμος, ον, τιμή
reverenced with awe, Aesch.