στέναγμα: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[στενάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[στενάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στέναγμα''': τό, [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], Σοφ. Ο. Τ. 5, Εὐρ. Ὀρ. 1326, Ἡρακλ. 478, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 367, κτλ.
|elnltext=στέναγμα -ατος, τό [στενάζω] zucht, weeklacht.
}}
{{elru
|elrutext='''στέναγμα:''' ατος τό стон Soph., Eur., Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''στέναγμα:''' -ατος, τό, [[αναστεναγμός]], βαριαναστεναγμός, βογκητό, [[γογγυσμός]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''στέναγμα:''' -ατος, τό, [[αναστεναγμός]], βαριαναστεναγμός, βογκητό, [[γογγυσμός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στέναγμα:''' ατος τό стон Soph., Eur., Arph.
|lstext='''στέναγμα''': τό, [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], Σοφ. Ο. Τ. 5, Εὐρ. Ὀρ. 1326, Ἡρακλ. 478, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 367, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=στέναγμα -ατος, τό [στενάζω] zucht, weeklacht.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέναγμα Medium diacritics: στέναγμα Low diacritics: στέναγμα Capitals: ΣΤΕΝΑΓΜΑ
Transliteration A: sténagma Transliteration B: stenagma Transliteration C: stenagma Beta Code: ste/nagma

English (LSJ)

ατος, τό, sigh, groan, moan, S.OT5, E.Or.1326, Heracl. 478, Ar.Ec.367 (all in plural), etc.

German (Pape)

[Seite 935] τό, das Geseufze; Soph. O. R. 5; ἄξια στεναγμάτων, Eur. Or. 1326; Heracl. 479.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gémissement.
Étymologie: στενάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέναγμα -ατος, τό [στενάζω] zucht, weeklacht.

Russian (Dvoretsky)

στέναγμα: ατος τό стон Soph., Eur., Arph.

Greek Monolingual

το, ΝΑ στενάζω
στεναγμός.

Greek Monotonic

στέναγμα: -ατος, τό, αναστεναγμός, βαριαναστεναγμός, βογκητό, γογγυσμός, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στέναγμα: τό, στεναγμός, γογγυσμός, Σοφ. Ο. Τ. 5, Εὐρ. Ὀρ. 1326, Ἡρακλ. 478, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 367, κτλ.

Middle Liddell

στέναγμα, ατος, τό,
a sigh, groan, moan, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

lamentation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)