κομψευριπικῶς: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />avec une élégance digne d'Euripide.<br />'''Étymologie:''' [[κομψός]], [[Εὐριπίδης]]. | |btext=<i>adv.</i><br />avec une élégance digne d'Euripide.<br />'''Étymologie:''' [[κομψός]], [[Εὐριπίδης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κομψευριπικῶς [κομψός, Εὐριπίδης] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κομψευρῑπικῶς:''' [из *[[κομψευριπιδικῶς]] от [[κομψός]] + [[Εὐριπίδης]] ирон. с эврипидовским изяществом ([[εἰπεῖν]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κομψευρῑπικῶς:''' επίρρ., με τα κομψεύματα του Ευριπίδη (συντετμ. από το [[κομψευριπιδικῶς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κομψευρῑπικῶς:''' επίρρ., με τα κομψεύματα του Ευριπίδη (συντετμ. από το [[κομψευριπιδικῶς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />with [[Euripides]]-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar. | |mdlsjtxt=<br />with [[Euripides]]-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. with Euripides-quibbles (shortd. from κομψευριπιδικῶς), Ar.Eq.18.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec une élégance digne d'Euripide.
Étymologie: κομψός, Εὐριπίδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομψευριπικῶς [κομψός, Εὐριπίδης] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid.
Russian (Dvoretsky)
κομψευρῑπικῶς: [из *κομψευριπιδικῶς от κομψός + Εὐριπίδης ирон. с эврипидовским изяществом (εἰπεῖν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
κομψευρῑπικῶς: Ἐπίρρ., μὲ κομψεύματα Εὐριπίδου (συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κομψευριπιδικῶς, ὅπερ ἦν ἡ ἀρχαία γραφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 18.
Greek Monolingual
κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α)
επίρρ. με κομψεύματα του Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ' ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)].
Greek Monotonic
κομψευρῑπικῶς: επίρρ., με τα κομψεύματα του Ευριπίδη (συντετμ. από το κομψευριπιδικῶς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
with Euripides-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar.