τροχερός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />courant, coulant.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]].
|btext=ά, όν :<br />courant, coulant.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]].
}}
{{elnl
|elnltext=τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχερός:''' [[беглый]], [[быстрый]] ([[ῥυθμός]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροχερός:''' -ά, -όν ([[τροχός]]), αυτός που τρέχει, [[ταχύς]], σε Αριστ.
|lsmtext='''τροχερός:''' -ά, -όν ([[τροχός]]), αυτός που τρέχει, [[ταχύς]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend.
}}
{{elru
|elrutext='''τροχερός:''' [[беглый]], [[быстрый]] ([[ῥυθμός]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τροχερός]], ή, όν [[τροχός]]<br />[[running]], [[tripping]], Arist.
|mdlsjtxt=[[τροχερός]], ή, όν [[τροχός]]<br />[[running]], [[tripping]], Arist.
}}
}}

Revision as of 00:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχερός Medium diacritics: τροχερός Low diacritics: τροχερός Capitals: ΤΡΟΧΕΡΟΣ
Transliteration A: trocherós Transliteration B: trocheros Transliteration C: trocheros Beta Code: troxero/s

English (LSJ)

ά, όν, (τροχός) running, tripping, τ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Arist.Rh.1409a1; cf. τροχαῖος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
courant, coulant.
Étymologie: τροχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend.

Russian (Dvoretsky)

τροχερός: беглый, быстрый (ῥυθμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τροχερός: -ά, -όν, (τροχὸς) ὁ τρέχων, τροχάζων, τρ. ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. τροχαῖος ΙΙ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει
2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].

Greek Monotonic

τροχερός: -ά, -όν (τροχός), αυτός που τρέχει, ταχύς, σε Αριστ.

Middle Liddell

τροχερός, ή, όν τροχός
running, tripping, Arist.