βούνομος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où paissent les bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[νέμω]].
|btext=ος, ον :<br />où paissent les bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[νέμω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βούνομος]] -ον [[βοῦς]], [[νέμω]] door runderen begraasd, waar runderen weiden:. βούνομον... ἀκτάν door runderen begraasde kust Soph. El. 181 (lyr.).
}}
{{elru
|elrutext='''βούνομος:''' [[покрытый пастбищами]], [[плодородный]] (ἐπιστροφαί Aesch. ap. Arph.; [[ἀκτά]] Soph.; [[Μυκήνη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βούνομος:''' -ον ([[νέμομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βόσκεται από βόδια, λέγεται για τα βοσκοτόπια και τα λιβάδια, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀγέλαι βουνόμοι</i> (παροξ.), κοπάδια βοδιών που βρίσκονται στη [[βοσκή]], στον ίδ.
|lsmtext='''βούνομος:''' -ον ([[νέμομαι]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βόσκεται από βόδια, λέγεται για τα βοσκοτόπια και τα λιβάδια, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀγέλαι βουνόμοι</i> (παροξ.), κοπάδια βοδιών που βρίσκονται στη [[βοσκή]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βούνομος:''' [[покрытый пастбищами]], [[плодородный]] (ἐπιστροφαί Aesch. ap. Arph.; [[ἀκτά]] Soph.; [[Μυκήνη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νέμομαι]] [cf. [[βουνόμος]]<br />grazed by [[cattle]], Soph.
|mdlsjtxt=[[νέμομαι]] [cf. [[βουνόμος]]<br />grazed by [[cattle]], Soph.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βούνομος]] -ον [[βοῦς]], [[νέμω]] door runderen begraasd, waar runderen weiden:. βούνομον... ἀκτάν door runderen begraasde kust Soph. El. 181 (lyr.).
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούνομος Medium diacritics: βούνομος Low diacritics: βούνομος Capitals: ΒΟΥΝΟΜΟΣ
Transliteration A: boúnomos Transliteration B: bounomos Transliteration C: voynomos Beta Code: bou/nomos

English (LSJ)

ον, A grazed by cattle, of pastures, A.Fr.249, S. El.181 (lyr.). 2 ἀγέλαι βουνόμοι (parox.) herds of grazing oxen, Id.OT26.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): βοονόμος Hsch.s.u. βουκόλος
I 1en donde pasta el ganado ἐπιστροφαί A.Fr.249, ἀκτά S.El.181.
2 que pasta ἀγέλαι S.OT 26.
II subst.
1 ὁ β. pastor, vaquero o boyero Aq.Ie.52.16 (v.l.), Hsch.l.c., Sud.
2 τό β. prado pantanoso, médano Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bœufs.
Étymologie: βοῦς, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούνομος -ον βοῦς, νέμω door runderen begraasd, waar runderen weiden:. βούνομον... ἀκτάν door runderen begraasde kust Soph. El. 181 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

βούνομος: покрытый пастбищами, плодородный (ἐπιστροφαί Aesch. ap. Arph.; ἀκτά Soph.; Μυκήνη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βούνομος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181· ἀλλά, 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.

Greek Monotonic

βούνομος: -ον (νέμομαι),
1. αυτός που βόσκεται από βόδια, λέγεται για τα βοσκοτόπια και τα λιβάδια, σε Σοφ.
2. ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.), κοπάδια βοδιών που βρίσκονται στη βοσκή, στον ίδ.

Middle Liddell

νέμομαι [cf. βουνόμος
grazed by cattle, Soph.