παίκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0442.png Seite 442]] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0442.png Seite 442]] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.
}}
{{elnl
|elnltext=παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.
}}
{{elru
|elrutext='''παίκτης:''' дор. [[παίκτας]], ου ὁ игрок (в кости) (π. [[πλειστοβόλος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παίχτης]], ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α [[παίκτης]], θηλ. [[παίκτειρα]]) [[παίζω]]<br />[[πρόσωπο]] που μετέχει σε [[παιχνίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αθλητής]] σε ομαδικό [[άθλημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παίζει με [[εμπειρία]] και [[πάθος]] [[τυχερά]] ή άλλα παιχνίδια<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] ή [[παίκτης]].
|mltxt=και [[παίχτης]], ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α [[παίκτης]], θηλ. [[παίκτειρα]]) [[παίζω]]<br />[[πρόσωπο]] που μετέχει σε [[παιχνίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αθλητής]] σε ομαδικό [[άθλημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παίζει με [[εμπειρία]] και [[πάθος]] [[τυχερά]] ή άλλα παιχνίδια<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] ή [[παίκτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''παίκτης:''' дор. [[παίκτας]], ου ὁ игрок (в кости) (π. [[πλειστοβόλος]] Anth.).
}}
{{elnl
|elnltext=παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.
}}
}}

Revision as of 11:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίκτης Medium diacritics: παίκτης Low diacritics: παίκτης Capitals: ΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: paíktēs Transliteration B: paiktēs Transliteration C: paiktis Beta Code: pai/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, dancer or player, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι Heph.Astr.2.2:—fem. παίκτειρα, Orph.H. 3.9.

German (Pape)

[Seite 442] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.

Russian (Dvoretsky)

παίκτης: дор. παίκτας, ου ὁ игрок (в кости) (π. πλειστοβόλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

παίκτης: -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.

Greek Monolingual

και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) παίζω
πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι
νεοελλ.
1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα
2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια
αρχ.
χορευτής ή παίκτης.