περιψυγμός: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0601.png Seite 601]] ὁ, = [[περίψυξις]], Ggstz θάλπ ος, Plat. Ax. 366 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0601.png Seite 601]] ὁ, = [[περίψυξις]], Ggstz θάλπ ος, Plat. Ax. 366 d.
}}
{{elnl
|elnltext=περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.
}}
{{elru
|elrutext='''περιψυγμός:''' ὁ [[охлаждение]], [[холод]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[περιψύχω]]<br /><b>1.</b> η περίψυξη, η [[αίσθηση]] της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> το υπερβολικό [[ψύχος]] που προκαλεί βλάβες.
|mltxt=ὁ, Α [[περιψύχω]]<br /><b>1.</b> η περίψυξη, η [[αίσθηση]] της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> το υπερβολικό [[ψύχος]] που προκαλεί βλάβες.
}}
{{elru
|elrutext='''περιψυγμός:''' ὁ [[охлаждение]], [[холод]] Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.
}}
}}

Revision as of 11:28, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψυγμός Medium diacritics: περιψυγμός Low diacritics: περιψυγμός Capitals: ΠΕΡΙΨΥΓΜΟΣ
Transliteration A: peripsygmós Transliteration B: peripsygmos Transliteration C: peripsygmos Beta Code: periyugmo/s

English (LSJ)

ὁ, cold, chill, Pl.Ax.366d; excessive cold, as a cause of injury, Cat.Cod.Astr.8(4).188 (pl.).

German (Pape)

[Seite 601] ὁ, = περίψυξις, Ggstz θάλπ ος, Plat. Ax. 366 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιψυγμός -οῦ, ὁ [περιψύχω] sterke afkoeling.

Russian (Dvoretsky)

περιψυγμός:охлаждение, холод Plat.

Greek (Liddell-Scott)

περιψυγμός: ὁ, = περίψυξις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιψύχω
1. η περίψυξη, η αίσθηση της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την επιφάνεια
2. το υπερβολικό ψύχος που προκαλεί βλάβες.