Οἰχαλία: Difference between revisions
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />Œkhalia, ville :<br /><b>1</b> de Thessalie;<br /><b>2</b> de Messénie;<br /><b>3</b> en Eubée;<br /><b>4</b> en Étolie.<br />'''Étymologie:'''. | |btext=ας (ἡ) :<br />Œkhalia, ville :<br /><b>1</b> de Thessalie;<br /><b>2</b> de Messénie;<br /><b>3</b> en Eubée;<br /><b>4</b> en Étolie.<br />'''Étymologie:'''. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Οἰχᾰλία:''' эп.-ион. [[Οἰχαλίη|Οἰχᾰλίη]] ἡ Эхалия<br /><b class="num">1)</b> город в зап. Фессалии Hom. etc.;<br /><b class="num">2)</b> город в Мессении Hom. etc.;<br /><b class="num">3)</b> город на Эвбее, близ Эретрии Soph. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Οἰχᾰλία:''' Ιων. -ίη, ἡ, όνομα πόλης στη [[Θεσσαλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[Οἰχαλιεύς]], -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ. | |lsmtext='''Οἰχᾰλία:''' Ιων. -ίη, ἡ, όνομα πόλης στη [[Θεσσαλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[Οἰχαλιεύς]], -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Οἰχᾰλία, ἡ,<br />[[name]] of a [[city]] in [[Thessaly]], Il. | |mdlsjtxt=Οἰχᾰλία, ἡ,<br />[[name]] of a [[city]] in [[Thessaly]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 3 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, name of several cities, one in Thessaly, Il.2.730; another in Euboea, S.Tr.354, cf. Str.9.5.17:—Adj. Οἰχᾰλιεύς, έως, Ep. ῆος, ὁ, Il.2.596,730:—also Οἰχᾰλιώτης, St.Byz.:—Ep.Adv. οἰσυπ-ίηθεν, from Oechalia, Il.2.596.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Œkhalia, ville :
1 de Thessalie;
2 de Messénie;
3 en Eubée;
4 en Étolie.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Οἰχᾰλία: эп.-ион. Οἰχᾰλίη ἡ Эхалия
1) город в зап. Фессалии Hom. etc.;
2) город в Мессении Hom. etc.;
3) город на Эвбее, близ Эретрии Soph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Οἰχᾰλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὄνομα πολλῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν πόλεων, ὧν μία ἐν Θεσσαλίᾳ, Ἰλ. Β. 730· ἑτέρα ἐν Εὐβοίᾳ, Σοφ. Ἀποσπ. 354, πρβλ. 74, Στράβ. 438· - Οἰχαλιεύς, έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, κάτοικος τῆς Οἰχαλίας, Ἰλ. Β. 596, 730· καὶ Οἰχαλιώτης, Στέφ. Βυζ.· - Ἐπικ. ἐπίρρ. -ίηθεν, ἐκ τῆς Οἰχαλίας, Β. 596.
Greek Monotonic
Οἰχᾰλία: Ιων. -ίη, ἡ, όνομα πόλης στη Θεσσαλία, σε Ομήρ. Ιλ.· Οἰχαλιεύς, -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, ο καταγόμενος από την Οιχαλία ή ο κάτοικός της, στο ίδ.· Επικ. επίρρ. -ίηθεν, από την Οιχαλία, στο ίδ.