αὐτοκέλευστος: Difference between revisions
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui agit des sa propre volonté, spontané.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κελεύω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui agit des sa propre volonté, spontané.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κελεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοκέλευστος:''' (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτοκέλευστος:''' -ον, αυτός που έρχεται με δική του [[πρωτοβουλία]], δηλ. [[απρόσκλητος]] ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ. | |lsmtext='''αὐτοκέλευστος:''' -ον, αυτός που έρχεται με δική του [[πρωτοβουλία]], δηλ. [[απρόσκλητος]] ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />[[self]]-bidden, i. e. [[unbidden]], of one's own [[accord]], Xen., Anth. | |mdlsjtxt=<br />[[self]]-bidden, i. e. [[unbidden]], of one's own [[accord]], Xen., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, self-bidden, i. e. unbidden, X.An.3.4.5, D.H.8.66, AP5.21 (Rufin.); προθυμία Ph.2.90, al. Adv. -τως Aristeas 92.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se ofrece a sí mismo, espontáneo de pers. en posición pred. αὐτοκέλευστοι οἱ Ἕλληνες ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι D.H.8.66, διχῇ ἐνεμήθησαν αὐτοκέλευστοι D.C.41.39.4, κοίρανος Nonn.Par.Eu.Io.19.15, πόρτις Nonn.D.15.215, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.5.15, 18.4, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.408A
•tb. de abstr. πόθος AP 5.22 (Rufin.), προθυμία Ph.2.90
•ἐκ τοῦ αὐτοκελεύστου espontáneamente Arr.Parth.34.
2 aceptado voluntariamente ἀνάγκη Nil.M.79.601B.
3 adv. -ως voluntariamente αὐ. διαπονεῖν Aristeas 92.
German (Pape)
[Seite 398] auf eigenen Befehl, also ungeheißen, von selbst, Xen. An. 3, 4, 5 u. Sp., wie Dion. Hal. 8, 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agit des sa propre volonté, spontané.
Étymologie: αὐτός, κελεύω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκέλευστος: (действующий) по собственному почину, по своей воле Xen., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκέλευστος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐξ οἰκείας θελήσεως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 5, Διον. Ἁλ. 8. 66, Ἀνθ. Π. 5. 22. ‒ Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. ἀλλ’ ὡσαύτως αὐτοκελευστὶ Φίλων σ. 19. Mai.
Greek Monolingual
αὐτοκέλευστος, -ον (Α)
αυτός που συντελείται εκούσια, με τη θέληση του ενδιαφερομένου.
Greek Monotonic
αὐτοκέλευστος: -ον, αυτός που έρχεται με δική του πρωτοβουλία, δηλ. απρόσκλητος ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ.
Middle Liddell
self-bidden, i. e. unbidden, of one's own accord, Xen., Anth.