βατιάκη: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] ἡ, ein Trinkgeschirr, Diphil. bei Ath. XI, 484 e, vgl. 784 a, persisch; Arist. Mirab. ausc. 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] ἡ, ein Trinkgeschirr, Diphil. bei Ath. XI, 484 e, vgl. 784 a, persisch; Arist. Mirab. ausc. 39. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βατιακή:''' ἡ [[чаша]], [[кубок]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βατιάκη]], η (Α)<br />[[κούπα]] ρηχή και πλατύστομη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως, εάν ληφθεί υπ' όψιν η [[πληροφορία]] του Αθήναιου (11, 784 α) ότι η <i>Βατιάκη</i> [[είναι]] περσική [[φιάλη]]. Ο τ. συνδέθηκε με περσ. <i>b</i><i>ā</i><i>diyah</i>, με [[βάση]] ένα αρχ. <i>b</i><i>ā</i><i>tiaka</i>-]. | |mltxt=[[βατιάκη]], η (Α)<br />[[κούπα]] ρηχή και πλατύστομη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως, εάν ληφθεί υπ' όψιν η [[πληροφορία]] του Αθήναιου (11, 784 α) ότι η <i>Βατιάκη</i> [[είναι]] περσική [[φιάλη]]. Ο τ. συνδέθηκε με περσ. <i>b</i><i>ā</i><i>diyah</i>, με [[βάση]] ένα αρχ. <i>b</i><i>ā</i><i>tiaka</i>-]. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''βατιάκη''': {bătiắkē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Art Becher (Diph., Arist., Delos u. a.).<br />'''Derivative''': Demin. [[βατιάκιον]] (Pap., Delos).<br />'''Etymology''': Technisches Fremdwort ohne Etymologie.<br />'''Page''' 1,226 | |ftr='''βατιάκη''': {bătiắkē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': Art Becher (Diph., Arist., Delos u. a.).<br />'''Derivative''': Demin. [[βατιάκιον]] (Pap., Delos).<br />'''Etymology''': Technisches Fremdwort ohne Etymologie.<br />'''Page''' 1,226 | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ, a kind of cup, Diph.80; β. χρυσαῖ, χαλκαῖ, Alexandr. Epist. ap. Ath.11.784a, Arist.Mir.834a4, IG11(2).137 (Delos, iv B. C.):—Dim. βᾰτῐάκιον, τό, dub. in Philem.87, cf. IG11.199B8 (Delos, iii B. C.).
Spanish (DGE)
(βᾰτιάκη) -ης, ἡ
• Alolema(s): lat. batioca Plaut.St.694
• Prosodia: [-ᾰ-]
cierta copa de procedencia persa fabricada en metales preciosos ἐν τοῖς Δαρείου ποτηρίοις βατιάκας εἶναί τινας Arist.Mir.834a4, cf. IG 11(2).137.10 (Delos IV a.C.), Alexander en Ath.784a, Diph.81.1, PCair.Zen.120.7 (III a.C.), Plaut.l.c., Poll.6.96.
• Etimología: Quizá prést. del iran., cf. pers. bādiyah < *bātiaka-.
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, ein Trinkgeschirr, Diphil. bei Ath. XI, 484 e, vgl. 784 a, persisch; Arist. Mirab. ausc. 39.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
βατιάκη: ἡ, εἶδος ποτηρίου, Δίφιλ. Τιθρ. 1· β. χρυσαῖ, χαλκαῖ, Ἀριστ. Θαυμασ. 49· -ὑποκορ. βατιάκιον, τό, ἀμφ. ἐν Φιλήμ. Χηρ.1.
Greek Monolingual
βατιάκη, η (Α)
κούπα ρηχή και πλατύστομη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως, εάν ληφθεί υπ' όψιν η πληροφορία του Αθήναιου (11, 784 α) ότι η Βατιάκη είναι περσική φιάλη. Ο τ. συνδέθηκε με περσ. bādiyah, με βάση ένα αρχ. bātiaka-].
Frisk Etymology German
βατιάκη: {bătiắkē}
Grammar: f.
Meaning: Art Becher (Diph., Arist., Delos u. a.).
Derivative: Demin. βατιάκιον (Pap., Delos).
Etymology: Technisches Fremdwort ohne Etymologie.
Page 1,226