βολιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec un filet.<br />'''Étymologie:''' [[βολίς]]. | |btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec un filet.<br />'''Étymologie:''' [[βολίς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βολιστικός:''' [[закидной]] (sc. τῶν δικτύων [[γένος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βολιστικός]], -ή, -όν) [[βολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με τη [[βόλιση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί στο [[δίχτυ]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[βολιστικός]], -ή, -όν) [[βολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με τη [[βόλιση]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί στο [[δίχτυ]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (βόλος) to be caught by the casting-net, Plu.2.977f.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
susceptible de ser pescado con esparavel de ciertos peces, Plu.2.977f.
German (Pape)
[Seite 452] mit Netzen zu fangen, Plut. sol. an. 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut prendre avec un filet.
Étymologie: βολίς.
Russian (Dvoretsky)
βολιστικός: закидной (sc. τῶν δικτύων γένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βολιστικός: -ή, -όν, (βόλος) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ εἰς τὸ ῥιπτόμενον δίκτυον (τὸν «πεζόβολον»), Πλούτ. 2. 977Ε.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α βολιστικός, -ή, -όν) βολίζω
νεοελλ.
ο σχετικός με τη βόλιση
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ.