αὐτόκτιτος: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fondé de soi-même, <i>càd</i> naturel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κτίζω]].
|btext=ος, ον :<br />fondé de soi-même, <i>càd</i> naturel.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόκτῐτος:''' [[естественный]], [[природный]] (ἄντρα Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόκτῐτος:''' -ον ([[κτίζω]]), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. [[φυσικός]], ο εκ φύσεως, <i>ἄντρα</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αὐτόκτῐτος:''' -ον ([[κτίζω]]), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. [[φυσικός]], ο εκ φύσεως, <i>ἄντρα</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόκτῐτος:''' [[естественный]], [[природный]] (ἄντρα Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόκτῐτος Medium diacritics: αὐτόκτιτος Low diacritics: αυτόκτιτος Capitals: ΑΥΤΟΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: autóktitos Transliteration B: autoktitos Transliteration C: aftoktitos Beta Code: au)to/ktitos

English (LSJ)

ον, (κτίζω) self-produced, i.e. made by nature, natural, αὐτόκτιτ' ἄντρα A.Pr.303; αὐ. δόμους S.Fr.332.

Spanish (DGE)

-ον originado por sí mismo, natural ἄντρα A.Pr.301.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fondé de soi-même, càd naturel.
Étymologie: αὐτός, κτίζω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόκτῐτος: естественный, природный (ἄντρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόκτῐτος: -ον, (κτίζω) ὁ αὐτομάτως γενόμενος, ὁ ἐκ φύσεως σχηματισθείς, πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ’ ἄντρα Αἰσχύλ. Πρ. 301· «αὐτοκτί[σ]τους δόμους· οὐ κατεσκευασμένους, ἀλλ’ ἐκ ταὐτομάτου γεγενημένους, ἢ τοὺς οἰκουμένους. Σοφοκλῆς Κηδαλίωνι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 306).

Greek Monolingual

αὐτόκτιτος, -ον (AM)
αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κτιτος < κτίζω.

Greek Monotonic

αὐτόκτῐτος: -ον (κτίζω), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. φυσικός, ο εκ φύσεως, ἄντρα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κτίζω
self-produced, i. e. natural, ἄντρα Aesch.

English (Woodhouse)

unhewn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)