δικόρυμβος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à deux sommets.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κόρυμβος]]. | |btext=ος, ον :<br />à deux sommets.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κόρυμβος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δικόρυμβος:''' [[двувершинный]] ([[Παρνασσός]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐκόρυμβος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] άκρες, [[δύο]] κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ. | |lsmtext='''δῐκόρυμβος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] άκρες, [[δύο]] κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δῐ-[[κόρυμβος]], ον <i>adj</i><br />two-[[pointed]], two-peaked, Luc. | |mdlsjtxt=δῐ-[[κόρυμβος]], ον <i>adj</i><br />two-[[pointed]], two-peaked, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.
Spanish (DGE)
(δῐκόρυμβος) -ον
de dos picos ἕδρανα del Parnaso Pae.Delph.4, cf. Luc.Cont.5, Philostr.VA 2.3, de la figura formada por la constelación de las Hiades, Paul.Sil.Soph.849.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κόρυμβος.
Russian (Dvoretsky)
δικόρυμβος: двувершинный (Παρνασσός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.
Greek Monolingual
δικόρυμβος, -ον (Α)
φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» — με τις δυο κορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»].
Greek Monotonic
δῐκόρυμβος: -ον, αυτός που έχει δύο άκρες, δύο κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.