διόρισις: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />détermination, définition, distinction.<br />'''Étymologie:''' [[διορίζω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />détermination, définition, distinction.<br />'''Étymologie:''' [[διορίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διόρῐσις:''' εως ἡ Plat., Arst. = [[διορισμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διόρισις:''' -εως, ἡ και [[διορισμός]], ὁ, [[διάκριση]], [[διαίρεση]], [[διαχωρισμός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''διόρισις:''' -εως, ἡ και [[διορισμός]], ὁ, [[διάκριση]], [[διαίρεση]], [[διαχωρισμός]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[διορίζω]] <i>n</i> <i>n</i><br />[[distinction]], Plat. | |mdlsjtxt=[from [[διορίζω]] <i>n</i> <i>n</i><br />[[distinction]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, distinction, Pl.Lg.777b; separation, Arist. Ph.213b26.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 separación ὄντος τοῦ κενοῦ χωρισμοῦ τινὸς τῶν ἐφεξῆς καὶ διορίσεως Arist.Ph.213b26, ὀργανικὴ δ. Steph.in Hp.Aph.2.264.23.
2 distinción, diferenciación πρὸς τὴν ἀναγκαίαν διόρισιν, τὸ δοῦλον ... διορίζεσθαι καὶ ἐλεύθερον Pl.Lg.777b.
3 sent. dud., quizá decisión o prescripción s. cont. Nag Hammadi 144.(h).17 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 635] ἡ, Abgränzung, Unterscheidung, Plat. Legg. VI, 777 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
détermination, définition, distinction.
Étymologie: διορίζω.
Russian (Dvoretsky)
διόρῐσις: εως ἡ Plat., Arst. = διορισμός.
Greek (Liddell-Scott)
διόρισις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νόμ. 777Β, Ἀριστ. Φυσ. 4. 6, 9.
Greek Monolingual
διόρισις, η (AM) διορίζω
μσν.
ορισμός, εντολή
αρχ.
1. διάκριση, διαστολή
2. αποχωρισμός.
Greek Monotonic
διόρισις: -εως, ἡ και διορισμός, ὁ, διάκριση, διαίρεση, διαχωρισμός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[from διορίζω n n
distinction, Plat.