δοριπετής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui tombe frappé de la lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πίπτω]].
|btext=ής, ές :<br />qui tombe frappé de la lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δοριπετής:''' [[павший от копья]], [[сраженный в бою]] (πεσήματα Eur.): δ. [[ἀγωνία]] Eur. смертный бой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορῐπετής:''' -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από [[δόρυ]], σκοτώθηκε από [[δόρυ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δορῐπετής:''' -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από [[δόρυ]], σκοτώθηκε από [[δόρυ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοριπετής:''' [[павший от копья]], [[сраженный в бою]] (πεσήματα Eur.): δ. [[ἀγωνία]] Eur. смертный бой.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπετής Medium diacritics: δοριπετής Low diacritics: δοριπετής Capitals: ΔΟΡΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: doripetḗs Transliteration B: doripetēs Transliteration C: doripetis Beta Code: doripeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω) fallen by the spear, πεσήματα, ἀγωνία δ., death by the spear, E.Andr.653, Tr.1003.

Spanish (DGE)

(δορῐπετής) -ές
causado por la lanza, por la guerra πεσήματα ... πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν E.Andr.653, ἀγωνία E.Tr.1003, φόνος E.Cyc.305, cf. Lyr.Alex.Adesp.SHell.991.95.

German (Pape)

[Seite 658] ές, durch den Speer im Kampfe gefallen; πεσήματα Eur. Andr. 654; ἀγωνία, ein Kampf, in dem viele durch den Speer fallen, Tr. 1003.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui tombe frappé de la lance.
Étymologie: δόρυ, πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

δοριπετής: павший от копья, сраженный в бою (πεσήματα Eur.): δ. ἀγωνία Eur. смертный бой.

Greek (Liddell-Scott)

δορῐπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πεσὼν διὰ τοῦ δόρατος, πεσήματα, ἀγωνία δ., θάνατος διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἀνδρ. 653, Τρῳ. 1003,

Greek Monolingual

δοριπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από πλήγμα δόρατος.

Greek Monotonic

δορῐπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από δόρυ, σκοτώθηκε από δόρυ, σε Ευρ.

Middle Liddell

δορῐ-πετής, ές adj πίπτω
fallen by the spear, Eur.

English (Woodhouse)

fallen by the spear, fallen in battle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)