διφροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte dans une litière.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte dans une litière.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διφροφόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> ἡ дифрофора (девушка, носившая стул за канефорой; см. [[κανηφόρος]]) Arph.;<br /><b class="num">2)</b> ὁ [[дифрофор]], [[носильщик]] (носилок) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διφροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει ένα πτυσσόμενο [[κάθισμα]], λέγεται για τις γυναίκες <i>μετοίκους</i>, οι οποίες μετέφεραν καθίσματα για τους <i>κανηφόρους</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που μεταφέρει κάποιον άλλον πάνω σε ένα <i>δίφρο</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διφροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει ένα πτυσσόμενο [[κάθισμα]], λέγεται για τις γυναίκες <i>μετοίκους</i>, οι οποίες μετέφεραν καθίσματα για τους <i>κανηφόρους</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που μεταφέρει κάποιον άλλον πάνω σε ένα <i>δίφρο</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διφροφόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> ἡ дифрофора (девушка, носившая стул за канефорой; см. [[κανηφόρος]]) Arph.;<br /><b class="num">2)</b> ὁ [[дифрофор]], [[носильщик]] (носилок) Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [[φέρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[carrying]] a [[camp]]-[[stool]]; of the [[female]] μέτοικοι, who carried seats for the κανηφόροι, Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[carrying]] [[another]] [[upon]] a [[δίφρος]], Plut.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [[φέρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[carrying]] a [[camp]]-[[stool]]; of the [[female]] μέτοικοι, who carried seats for the κανηφόροι, Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[carrying]] [[another]] [[upon]] a [[δίφρος]], Plut.
}}
}}

Revision as of 12:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφροφόρος Medium diacritics: διφροφόρος Low diacritics: διφροφόρος Capitals: ΔΙΦΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: diphrophóros Transliteration B: diphrophoros Transliteration C: difroforos Beta Code: difrofo/ros

English (LSJ)

ον, carrying a camp-stool; especially of the female μέτοικοι, who had to carry seats for the use of the κανηφόροι, Id.Ec. 734, Hermipp.26, Nicoph.16, Strattis 8; also ὁ βασιλέως δ. Dinon 18.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
portadora del taburete esp. ref. a las que acompañaban a las canéforos, Ar.Ec.734, Hermipp.25, Stratt.7, Nicopho 7, cf. Plu.2.348e
tb. ὁ δ. de los reyes persas, Dino 26.

German (Pape)

[Seite 645] Stuhl-, Sänftenträger; Ath. XII, 514 b; Plut. glor. Ath. 6. – Bes. ἡ δ., die der κανηφόρος bei festlichen Aufzügen den Stuhl nachtragen mußte, Ar. Eccl. 734; vgl. Schol. Ar. Av. 1552.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte dans une litière.
Étymologie: δίφρος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

διφροφόρος:
1) ἡ дифрофора (девушка, носившая стул за канефорой; см. κανηφόρος) Arph.;
2)дифрофор, носильщик (носилок) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διφροφόρος: -ον, φέρων δίφρον, ἕδραν, ἰδίως ἐπὶ τῶν γυναικῶν τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι δίφρους πρὸς χρῆσιν τῶν κανηφόρων (ἴδε τὸ προηγ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 734, Ἕρμιππ. Θεοῖς 2, Νικοφ. Χειρ. 3, Στράττις Ἀταλ. 4· ὡσαύτως, ὁ βασιλέως δ. Ἀθήν. 514Β. ΙΙ. ὁ φέρων ἕτερον ἐπὶ δίφρου, Πλούτ. Ἀντων. 11.

Greek Monolingual

διφροφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μεταφέρει δίφρο, κάθισμα (για τις γυναίκες τών μετοίκων που μετέφεραν καθίσματα για τις κανηφόρες)
2. εκείνος που μεταφέρει άλλον καθισμένο σε δίφρο.

Greek Monotonic

διφροφόρος: -ον (φέρω),·
I. αυτός που μεταφέρει ένα πτυσσόμενο κάθισμα, λέγεται για τις γυναίκες μετοίκους, οι οποίες μετέφεραν καθίσματα για τους κανηφόρους, σε Αριστοφ.
II. αυτός που μεταφέρει κάποιον άλλον πάνω σε ένα δίφρο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

adj φέρω
I. carrying a camp-stool; of the female μέτοικοι, who carried seats for the κανηφόροι, Ar.
II. carrying another upon a δίφρος, Plut.