δολιχαύχην: Difference between revisions
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ενός (ὁ, ἡ)<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[αὐχήν]]. | |btext=ενός (ὁ, ἡ)<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[αὐχήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δολιχαύχην:''' ενος adj. с длинной шеей ([[κύκνος]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»). | |mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 3 October 2022
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, long-necked, πταναί E.Hel. 1487 (lyr.); κύκνος B.15.6, E.IA793 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δολῐχαύχην) -ενος
de largo cuello πταναί E.Hel.1487, κύκνος B.16.6, E.IA 794.
German (Pape)
[Seite 654] ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.
French (Bailly abrégé)
ενός (ὁ, ἡ)
au long cou.
Étymologie: δολιχός, αὐχήν.
Russian (Dvoretsky)
δολιχαύχην: ενος adj. с длинной шеей (κύκνος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ μακρὸν ἔχων λαιμόν, πταναὶ Εὐρ. Ἑλ. 1487· κύκνος Ψευδευριπ. Ι. Α. 794.
Greek Monolingual
δολιχαύχην, ο, η (Α)
αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («δολιχαύχην κύκνος»).