δορυπαγής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />construit en bois.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πήγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />construit en bois.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορυπᾰγής:''' [[varia lectio|v.l.]] = [[δοριπαγής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορυπαγής]] και [[δουροπαγής]], -ές (Α)<br />(για [[πλοίο]]) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα. | |mltxt=[[δορυπαγής]] και [[δουροπαγής]], -ές (Α)<br />(για [[πλοίο]]) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ές, compact of beams, νῆας A.Supp.743 (lyr.):—Ion. δουροπ- Opp.H.1.358.
Spanish (DGE)
(δορῠπᾰγής) -ές
de maderas bien ensambladas νῆες A.Supp.743. Cf. δουροπαγής.
German (Pape)
[Seite 660] ές, aus Balken zusammengefügt; νῆες Aesch. Suppl. 794; vgl. δουροπαγής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
δορῠπᾰγής: -ές, συμπεπηγμένος ἐκ δοκῶν, νῆας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743, πρβλ. δρυοπαγής· ― Ἰων. δουροπ-, Ὀππ. Ἁλ. 1. 358.
Greek Monolingual
δορυπαγής και δουροπαγής, -ές (Α)
(για πλοίο) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα.