θαυμαστής: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />admirateur.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />admirateur.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θαυμαστής:''' οῦ ὁ относящийся с восхищением, почитатель, поклонник Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θαυμαστής:''' -οῦ, ὁ ([[θαυμάζω]]), αυτός που θαυμάζει, σε Αριστ. | |lsmtext='''θαυμαστής:''' -οῦ, ὁ ([[θαυμάζω]]), αυτός που θαυμάζει, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θαυμαστής]], οῦ, [[θαυμάζω]]<br />an [[admirer]], Arist. | |mdlsjtxt=[[θαυμαστής]], οῦ, [[θαυμάζω]]<br />an [[admirer]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
Ion. θωμ-, οῦ, ὁ, admirer, Ps.-Hdt.Vit.Hom.5 (θωυμ- codd.), Arist. Rh.1384b37, al., Plu.Cat.Mi.25, Ph.Byz.Mir.4.2; ἑαυτοῦ Phld.Vit. p.14J.
German (Pape)
[Seite 1189] ὁ, Bewunderer; Her. vit. Hom. 3; Arist. rhet. 1, 11; Plut. oft u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
admirateur.
Étymologie: θαυμάζω.
Russian (Dvoretsky)
θαυμαστής: οῦ ὁ относящийся с восхищением, почитатель, поклонник Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμαστής: Ἰων. θωμ-, οῦ, ὁ, ὁ θαυμάζων τινά, Β. Ὁμ. 3, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. θαυμάστρια (AM θαυμαστής, Α ιων. τ. θωμαστής) θαυμάζω
αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται κάτι ή κάποιον (α. «θαυμαστής του Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
θαυμαστής: -οῦ, ὁ (θαυμάζω), αυτός που θαυμάζει, σε Αριστ.