καιετάεις: Difference between revisions

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άεσσα, άεν;<br />aux vallées profondes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καιάδας]].
|btext=άεσσα, άεν;<br />aux vallées profondes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καιάδας]].
}}
{{elru
|elrutext='''καιετάεις:''' εσσα, εν Hom. [[varia lectio|v.l.]] = [[κητώεις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καιετάεις]], -εσσα, -εν (Α) [[καιετός]]<br />ο [[γεμάτος]] χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[καιετάεις]], -εσσα, -εν (Α) [[καιετός]]<br />ο [[γεμάτος]] χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''καιετάεις:''' εσσα, εν Hom. [[varia lectio|v.l.]] = [[κητώεις]].
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιετάεις Medium diacritics: καιετάεις Low diacritics: καιετάεις Capitals: ΚΑΙΕΤΑΕΙΣ
Transliteration A: kaietáeis Transliteration B: kaietaeis Transliteration C: kaietaeis Beta Code: kaieta/eis

English (LSJ)

καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.

German (Pape)

[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.

French (Bailly abrégé)

άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.

Russian (Dvoretsky)

καιετάεις: εσσα, εν Hom. v.l. = κητώεις.

Greek (Liddell-Scott)

καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.

Greek Monolingual

καιετάεις, -εσσα, -εν (Α) καιετός
ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.).