καθυπερέχω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] = [[ὑπερέχω]]; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] = [[ὑπερέχω]]; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠπερέχω:''' [[быть сильнее]], [[превосходить]] (τῇ [[τόλμῃ]] καὶ τῷ πλήθει Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθυπερέχω]] (AM)<br />(επιτατ. του [[υπερέχω]]) [[είμαι]] πολύ [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] [[κατά]] πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπερ</i>-<i>έχω</i>].
|mltxt=[[καθυπερέχω]] (AM)<br />(επιτατ. του [[υπερέχω]]) [[είμαι]] πολύ [[ανώτερος]], [[υπερέχω]] [[κατά]] πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπερ</i>-<i>έχω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθῠπερέχω:''' [[быть сильнее]], [[превосходить]] (τῇ [[τόλμῃ]] καὶ τῷ πλήθει Polyb.).
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθυπερέχω Medium diacritics: καθυπερέχω Low diacritics: καθυπερέχω Capitals: ΚΑΘΥΠΕΡΕΧΩ
Transliteration A: kathyperéchō Transliteration B: kathyperechō Transliteration C: kathyperecho Beta Code: kaqupere/xw

English (LSJ)

to be much superior, -έχων, opp. ἥττων, Aristeas 257: c. gen., ἀλόγων ζῴων κ. τῷ ἀρετᾶς ἐπίμοιρος ἦμεν Euryph. ap.Stob.4.39.27; τινι in or by a thing, Plb.2.25.9; γένει Callicrat. ap.Stob.4.28.18: rarely c. acc., ἐξουσίαν κ. Theano Ep.5.4: c. acc. pers. etdat. rei, τὼς ἄλλως ἀρετᾷ Diotog. ap. Stob.4.7.62:—Pass., Ps.Philol. ap.Stob.1.20.2.

German (Pape)

[Seite 1289] = ὑπερέχω; Pol. 2, 25, 9 u. a. Sp.; τινός, Euryph. Stob. fl. 103, 27; τινά, Theano.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπερέχω: быть сильнее, превосходить (τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερέχω: μέλλ. -ξω, εἶμαι πολὺ ὑπέρτερος, βίος ἀνθρώπω τελήϊος Θεῷ μὲν λείπεται.. ἀλόγων δὲ ζῴων καθυπερέχει Εὐρυφάμου Πυθαγ. π. Βίου παρὰ Στοβ. 555. 41· τινί, ἔν τινι ἢ κατά τι, καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῇ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει Πολύβ. 2. 25, 9. Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 53· σπανίως μετ’ αἰτ., έξουσίαν καθ. Θεανὼ ἐν Ἐπιστ. 8. σ. 744 ἔκδ. Gal.

Greek Monolingual

καθυπερέχω (AM)
(επιτατ. του υπερέχω) είμαι πολύ ανώτερος, υπερέχω κατά πολύ («καθυπερεχόντων τῶν Κελτῶν τῆ τόλμῃ καὶ τῷ πλήθει», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερ-έχω].