κραταίπους: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds robustes <i>ou</i> fermes.<br />'''Étymologie:''' [[κραταιός]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds robustes <i>ou</i> fermes.<br />'''Étymologie:''' [[κραταιός]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰταίπους:''' 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρᾰταίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[δυνατά]] πόδια, σε Επικ.· το [[καρταίπους]] χρησιμ. απόλ. αντί [[ταῦρος]], στον Πίνδ. | |lsmtext='''κρᾰταίπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[δυνατά]] πόδια, σε Επικ.· το [[καρταίπους]] χρησιμ. απόλ. αντί [[ταῦρος]], στον Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρᾰταί-πους,<br />[[stout]]-footed, epic:— [[καρταίπους]] is used absol. for [[ταῦρος]] in Pind. | |mdlsjtxt=κρᾰταί-πους,<br />[[stout]]-footed, epic:— [[καρταίπους]] is used absol. for [[ταῦρος]] in Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:47, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, stout-footed, ἡμίονοι Hom. Epigr.15.9; cf. καρταίπους.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds robustes ou fermes.
Étymologie: κραταιός, πούς.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπους: 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων ἰσχυροὺς πόδας, ἡμίονοι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 9· ― καρταίπους κεῖται ἀπολ. ἀντὶ τοῦ ταῦρος ἐν Πινδ. Ο. 13. 114, ― πιθ. ἔκ τινος Χρησμοῦ· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
κραταίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει δυνατά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτίπους, ωκύπους)].
Greek Monotonic
κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει δυνατά πόδια, σε Επικ.· το καρταίπους χρησιμ. απόλ. αντί ταῦρος, στον Πίνδ.
Middle Liddell
κρᾰταί-πους,
stout-footed, epic:— καρταίπους is used absol. for ταῦρος in Pind.