μεταμάζιος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se trouve entre les seins.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μαζός]].
|btext=ος, ον :<br />qui se trouve entre les seins.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μαζός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταμάζιος:''' [[находящийся между сосками]] ([[στῆθος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταμάζιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών μαστών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταμάζιον</i><br />το [[μεταξύ]] τών μαστών [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάζιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαζός]] «[[μαστός]]»), [[πρβλ]]. [[επιμάζιος]], [[υπομάζιος]]].
|mltxt=[[μεταμάζιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών μαστών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταμάζιον</i><br />το [[μεταξύ]] τών μαστών [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάζιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαζός]] «[[μαστός]]»), [[πρβλ]]. [[επιμάζιος]], [[υπομάζιος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταμάζιος:''' [[находящийся между сосками]] ([[στῆθος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμάζιος Medium diacritics: μεταμάζιος Low diacritics: μεταμάζιος Capitals: ΜΕΤΑΜΑΖΙΟΣ
Transliteration A: metamázios Transliteration B: metamazios Transliteration C: metamazios Beta Code: metama/zios

English (LSJ)

ον, (μαζός) between the breasts, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Il.5.19; τὸ μ. space between the breasts, Anacreont.16.30.

German (Pape)

[Seite 149] zwischen den Brüsten; ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, er traf den Mann an der Brust zwischen den Warzen, Il. 5, 19; sp. D., wie Anacr. 16, 30, der substantivisch τὸ μεταμάζιον sagt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se trouve entre les seins.
Étymologie: μετά, μαζός.

Russian (Dvoretsky)

μεταμάζιος: находящийся между сосками (στῆθος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταμάζιος: -ον, (μαζὸς) ὁ μεταξὺ τῶν μαστῶν, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Ἰλ. Ε. 19· ― τὸ μετ., τὸ μεταξὺ τῶν μαστῶν μέρος, Ἀνακρεόντ. 16. 30.

English (Autenrieth)

between the paps, μαζοί, Il. 5.19†.

Greek Monolingual

μεταμάζιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον
το μεταξύ τών μαστών μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επιμάζιος, υπομάζιος].