μοχλεία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic.
}}
{{elru
|elrutext='''μοχλεία:''' ἡ анат. сочленение (τὸ ἐν τῇ μοχλείᾳ κινοῦν ἑαυτό Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοχλεία]] και [[μοχλία]] ἡ (Α) [[μοχλεύω]]<br /><b>1.</b> [[μετατόπιση]], [[μετακίνηση]] που γίνεται με μοχλό, [[μόχλευση]]<br /><b>2.</b> η [[χρήση]] πιεστήρων.
|mltxt=[[μοχλεία]] και [[μοχλία]] ἡ (Α) [[μοχλεύω]]<br /><b>1.</b> [[μετατόπιση]], [[μετακίνηση]] που γίνεται με μοχλό, [[μόχλευση]]<br /><b>2.</b> η [[χρήση]] πιεστήρων.
}}
{{elru
|elrutext='''μοχλεία:''' ἡ анат. сочленение (τὸ ἐν τῇ μοχλείᾳ κινοῦν ἑαυτό Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχλεία Medium diacritics: μοχλεία Low diacritics: μοχλεία Capitals: ΜΟΧΛΕΙΑ
Transliteration A: mochleía Transliteration B: mochleia Transliteration C: mochleia Beta Code: moxlei/a

English (LSJ)

ἡ, = μόχλευσις (moving by a lever, setting joints by leverage) 1, Arist.Ph.259b20, Supp.Epigr.2.569.19 (Didyma, ii B.C.), Dexipp.Fr.27J. (written μοχλίαις), Orib.49.4.72; μ. τῶν ὀδόντων extraction of teeth, Gal.18(2).592; (ὀστῶν) reduction of dislocations, Id.19.461: metaph., dislodgement of chronic disease, esp. by exercise, μοχλείας δεῖσθαι Antyll. ap. Orib.6.1.1, Gal.17(1).839; πρὸς ἀνάμνησιν δέονται τῆς μ. [αἱ ψυχαί] Plu.Fr.7.19, cf. Olymp.in Grg.p.279 J.

German (Pape)

[Seite 212] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic.

Russian (Dvoretsky)

μοχλεία: ἡ анат. сочленение (τὸ ἐν τῇ μοχλείᾳ κινοῦν ἑαυτό Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μοχλεία: ἡ, = μόχλευσις, Ἀριστ. Φυσ. 8. 6, 12, Ὀρειβάσ. 120 Mai.

Greek Monolingual

μοχλεία και μοχλία ἡ (Α) μοχλεύω
1. μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με μοχλό, μόχλευση
2. η χρήση πιεστήρων.