μυστηρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> initié aux mystères;<br /><b>2</b> qui concerne les initiés, d'initié;<br /><b>II.</b> qui initie aux mystères.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> initié aux mystères;<br /><b>2</b> qui concerne les initiés, d'initié;<br /><b>II.</b> qui initie aux mystères.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μυστηρικός:''' [[предназначенный для мистерий]], [[приносимый в жертву во время мистерий]] ([[χοιρίον]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυστηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τα μυστήρια, [[μυστικός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μυστηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τα μυστήρια, [[μυστικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μυστηρικός:''' [[предназначенный для мистерий]], [[приносимый в жертву во время мистерий]] ([[χοιρίον]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μυστηρικός]], ή, όν<br />of or for mysteries, [[mystic]], Ar.
|mdlsjtxt=[[μυστηρικός]], ή, όν<br />of or for mysteries, [[mystic]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστηρικός Medium diacritics: μυστηρικός Low diacritics: μυστηρικός Capitals: ΜΥΣΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mystērikós Transliteration B: mystērikos Transliteration C: mystirikos Beta Code: musthriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for mysteries, χοιρία Ar.Ach.747.

German (Pape)

[Seite 223] = μυστηριακός, χοιρίον, Ar. Ach. 712 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 initié aux mystères;
2 qui concerne les initiés, d'initié;
II. qui initie aux mystères.
Étymologie: μυστήριον.

Russian (Dvoretsky)

μυστηρικός: предназначенный для мистерий, приносимый в жертву во время мистерий (χοιρίον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μυστηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ μυστήρια, μυστηριακός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 747.

Greek Monolingual

μυστηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή προορίζεται για μυστηριακή τελετή, μυστηριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστηρ-ίον, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. μυστήρ].

Greek Monotonic

μυστηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τα μυστήρια, μυστικός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μυστηρικός, ή, όν
of or for mysteries, mystic, Ar.