μνηστύς: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />demande en mariage.<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />demande en mariage.<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μνηστύς:''' ύος (ῡ и ῠ) ἡ сватовство Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνηστύς:''' -ύος, ἡ, Ιων. αντί [[μνηστεία]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μνηστύς:''' -ύος, ἡ, Ιων. αντί [[μνηστεία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνηστύς:''' ύος (ῡ и ῠ) ἡ сватовство Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μνηστύς]], ύος, ἡ, [ionic for [[μνηστεία]], Od.]
|mdlsjtxt=[[μνηστύς]], ύος, ἡ, [ionic for [[μνηστεία]], Od.]
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνηστύς Medium diacritics: μνηστύς Low diacritics: μνηστύς Capitals: ΜΝΗΣΤΥΣ
Transliteration A: mnēstýs Transliteration B: mnēstys Transliteration C: mnistys Beta Code: mnhstu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for μνηστεία, wooing, courting, asking in marriage, παύσεσθαι… μνηστύος ἀργαλέης Od.2.199; μή πως… καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστύν [ῡ] 16.294.

German (Pape)

[Seite 196] ύος, ἡ, ion. = μνηστεία, das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
demande en mariage.
Étymologie: μνάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μνηστύς: ύος (ῡ и ῠ) ἡ сватовство Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ μνηστεία, μνήστευσις ζήτησις εἰς γάμον, παύσεσθαι... μνηστύος ἀργαλέης Ὀδ. Β. 199· μή πως καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστὺν [ῡ ἐν ἄρσει], Π. 294, Τ. 13.

English (Autenrieth)

υος: wooing, courting. (Od.)

Greek Monolingual

μνηστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. μνηστεία, αρραβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τύς (πρβλ. δειπνησ-τύς)].

Greek Monotonic

μνηστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί μνηστεία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μνηστύς, ύος, ἡ, [ionic for μνηστεία, Od.]