μυρηρός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] zu wohlriechenden Salben gehörig; χωρὶς μυρηρῶν τευχέων, die Salben enthalten, Aesch. frg. 15 bei Ath. I, 17; [[λήκυθος]], Arr. fr. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] zu wohlriechenden Salben gehörig; χωρὶς μυρηρῶν τευχέων, die Salben enthalten, Aesch. frg. 15 bei Ath. I, 17; [[λήκυθος]], Arr. fr. 8.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠρηρός:''' [[содержащий благовония]] (τεύχεα Aesch.; [[λήκυθος]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαι</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαι</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μῠρηρός:''' [[содержащий благовония]] (τεύχεα Aesch.; [[λήκυθος]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρηρός Medium diacritics: μυρηρός Low diacritics: μυρηρός Capitals: ΜΥΡΗΡΟΣ
Transliteration A: myrērós Transliteration B: myrēros Transliteration C: myriros Beta Code: murhro/s

English (LSJ)

ά, όν, of sweet oil, τεύχη A.Fr.180.5; λήκυθος Ar.Fr. 205.

German (Pape)

[Seite 218] zu wohlriechenden Salben gehörig; χωρὶς μυρηρῶν τευχέων, die Salben enthalten, Aesch. frg. 15 bei Ath. I, 17; λήκυθος, Arr. fr. 8.

Russian (Dvoretsky)

μῠρηρός: содержащий благовония (τεύχεα Aesch.; λήκυθος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρηρός: -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες ἔλαιον, ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· λήκυθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8.

Greek Monolingual

μυρηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μύρο ή αυτός που χρησιμοποιείται ως δοχείο μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ελαι-ηρός)].